Σύζυγος του αυτοκράτορα του Βυζαντίου Ιουστινιανού. Γεννήθηκε περίπου το 500 μ.Χ. από ταπεινή οικογένεια. Ο πατέρας της, Ακάκιος, με καταγωγή από την Κύπρο, ήταν αρκουδιάρης σε τσίρκο και η μητέρα της πιθανότατα ηθοποιός.
Η Θεοδώρα ξεκίνησε ως κωμική ηθοποιός διασκεδάζοντας τα πλήθη στον Ιππόδρομο της Κωνσταντινούπολης και συνέχισε ως πόρνη πολυτελείας, εκμεταλλευόμενη την ομορφιά της. Ανέβηκε στα υψηλά στρώματα της βυζαντινής κοινωνίας, όταν έγινε ερωμένη του αξιωματούχου Εκηβόλου, κυβερνήτη της Πενταπόλεως στην Αφρική. Μαζί του έκανε το μοναδικό της παιδί, προτού χωρίσουν και η Θεοδώρα επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη.
Ζώντας μία μάλλον φτωχική ζωή, θα γνωρίσει τον κατά δεκαπέντε χρόνια μεγαλύτερό της Ιουστινιανό, συγκλητικό και ανιψιό του αυτοκράτορα Ιουστίνου, ο οποίος θαμπωμένος από την ομορφιά της θα την παντρευτεί το 523, παρά τις αντιδράσεις της κοινωνικής του τάξης και της θείας του αυτοκράτειρας Ευφημίας.
Τέσσερα χρόνια αργότερα συναντάμε τον Ιουστινιανό στο ύπατο αξίωμα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Από την πρώτη στιγμή, η νεαρή αυτοκράτειρα Θεοδώρα δεν συμβιβάζεται με τα συζυγικά της καθήκοντα, αλλά διεκδικεί μερίδιο στην άσκηση της εξουσίας.
Γυναίκα με ισχυρή θέληση και ηγετικές ικανότητες, «υπερίσχυε σε ευφυΐα από οποιονδήποτε άνδρα στην Αυλή», σύμφωνα με τον αυλικό Ιωάννη Λυδό. Θα παίξει αποφασιστικό ρόλο στη Στάση του Νίκα, όταν θα πείσει τον άβουλο Ιουστινιανό να χρησιμοποιήσει τον στρατό για την καταστολή της λαϊκής εξέγερσης.
Από πολλούς μελετητές η Θεοδώρα θεωρείται μια πρώιμη φεμινίστρια, καθώς με σειρά μέτρων προσπάθησε να αναβαθμίσει τη θέση της γυναίκας στην αυτοκρατορία. Άλλαξε τον νόμο που απαγόρευε τον γάμο ευγενών με γυναίκες κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων, όπως η ίδια, υπήρξε υπέρμαχος των αμβλώσεων, φρόντισε να μην τιμωρούνται όσες διέπρατταν μοιχεία, απαγόρευσε την αναγκαστική πορνεία, έδωσε στις γυναίκες περισσότερα δικαιώματα στην περίπτωση διαζυγίου, τους επέτρεψε να έχουν περιουσιακά δικαιώματα, ενώ ενεργοποίησε τη θανατική ποινή για τους βιαστές.
Η Θεοδώρα, κατά την παραμονή της στην Αφρική, όταν συζούσε με τον Εκήβολο, μυήθηκε στον Μονοφυσιτισμό (αίρεση χριστιανική, που αναγνωρίζει μόνο τη θεία φύση του Χριστού), στον οποίο παρέμεινε πιστή καθ'όλη τη διάρκεια της ζωής της και προστάτευσε πολλούς λειτουργούς του από διωγμούς.
Η Θεοδώρα πέθανε στις 28 Ιουνίου 548, σε ηλικία 48 ετών, από καρκίνο του μαστού και τάφηκε στο Ναό των Αγίων Αποστόλων στην Κωνσταντινούπολη. Το μονόγραμμά της είναι χαραγμένο στα κιονόκρανα της Αγίας Σοφίας και η μορφή της μαζί με του Ιουστινιανού έχει αποτυπωθεί στο λαμπρό ψηφιδωτό της Βασιλικής του Αγίου Βιταλίου στη Ραβένα.
Αποκλειστική, σχεδόν, πηγή πληροφόρησης για την προσωπική ζωή της Θεοδώρας και του Ιουστινιανού αποτελεί ο ιστορικός Προκόπιος με το έργο του «Ανέκδοτα ή Απόκρυφη Ιστορία», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΑΓΡΑ σε μετάφραση Αλόης Σιδέρη. Ο Προκόπιος, όμως, υπήρξε δεινός επικριτής της Θεοδώρας, άρα τα λεγόμενά του ελέγχονται για την αντικειμενικότητά τους. Κλασσική είναι η βιογραφία της Θεοδώρας από τον μεγάλο Γάλλο βυζαντινολόγο Κάρολο Ντιλ, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Ηριδανός».
ΠΗΓΗ