Ο εικοστός αιώνας έχει να παρουσιάσει χιλιάδες ιστορίες απάτης, φόνων και εγκλημάτων. Κάποια έγιναν περισσότερο γνωστά, ενώ κάποια άλλα δε γνώρισαν την προβολή που τους «άξιζε», χωρίς να υστερούν ωστόσο σε τίποτα από τα διάσημα εγκλήματα που απασχόλησαν την κοινή γνώμη.
Η κλοπή της Μόνα Λίζα, 1911
Ο διάσημος πίνακας υπήρξε περιουσιακό στοιχείο των Γάλλων μοναρχών, ο Λουδοβίκος ο 14ος την μετέφερε στις Βερσαλλίες ενώ ο Ναπολέων την τοποθέτησε στην κρεβατοκάμαρά του. Δημιούργημα του Ντα Βίντσι στη Φλωρεντία, η Μόνα Λίζα είχε για μόνιμο σπίτι τη Γαλλία. Στις 20 Αυγούστου 1911 οι φύλακες διαπίστωσαν ότι ο πίνακας έλειπε από τη θέση του. Ολόκληρη η Γαλλία συνταράχτηκε από την κλοπή, τα σύνορα έκλεισαν, οι υπεύθυνοι του μουσείου απολύθηκαν και μία ολόκληρη λίστα δημιουργήθηκε με πιθανούς ενόχους. Με το πέρασμα του χρόνου αυξήθηκαν οι ανησυχίες και τα σενάρια περί καταστροφής του πίνακα.
Η Μαύρη Ντάλια, 1947
Ο φόνος της Ελίζαμπεθ Σορτ παραμένει ανεξιχνίαστος εδώ και εξήντα χρόνια. Στις 15 Ιανουαρίου 1947, εντοπίστηκε το κακοποιημένο και διαμελισμένο στη μέση σώμα μιας γυναίκας, κοντά στο Χόλιγουντ. Το πτώμα ανήκε στην Ελίζαμπεθ Σορτ, μία 22χρονη που είχε μεταβεί στην Καλιφόρνια αναζητώντας την τύχη της ως ηθοποιός και η οποία προς το παρόν εργαζόταν ως σερβιτόρα. Οι δημοσιογράφοι της έδωσαν το όνομα «Μαύρη Ντάλια», πιθανόν εμπνευσμένοι από την «Μπλε Ντάλια», μία ταινία όπου ένας πιλότος μαχητικού κατηγορείται για το θάνατο της άπιστης γυναίκας του.
Η λίστα των υπόπτων ήταν αμέτρητη, όπως και η λίστα κινήτρων του κάθε υπόπτου, ενώ η διάσταση που έλαβε το θέμα ήταν η αιτία μύθων γύρω από τις ηθικές και σεξουαλικές τάσεις του δολοφόνου. Η ιστορία αποτέλεσε έμπνευση ή το θέμα πολλών βιβλίων και ταινιών τα επόμενα χρόνια
Η υπόθεση Μάνσον, 1969
Στις 9 και 10 Αυγούστου 1969, δύο δολοφονίες πραγματοποιήθηκαν στο Λος Άντζελες. Στην πρώτη περίπτωση, μία ομάδα τεσσάρων δολοφόνησαν βίαια την οκτώ μηνών έγκυο ηθοποιό Σάρον Τέιτ, παντρεμένη με τον σκηνοθέτη Ρομάν Πολάνσκι μαζί με τέσσερις φίλους της και τον γιο του κηπουρού του σπιτιού. Η Τέιτ ικέτεψε για τη ζωή του αγέννητου παιδιού της, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Με το αίμα της οι δολοφόνοι έγραψαν τη λέξη «γουρούνι» στην μπροστινή πόρτα του σπιτιού.
Την επόμενη ημέρα, ο διευθυντής σούπερ μάρκετ Λένο ΛεΜπιάνκα και η γυναίκα του δολοφονήθηκαν με παρόμοιο τρόπο, ενώ στην κοιλιά του άντρα είχε χαραχτεί με πιρούνι η λέξη «πόλεμος» Χρειάστηκαν πέντε μήνες για να καταλήξουν οι έρευνες στον Τσαρλς Μάνσον και την αποκαλούμενη «οικογένεια». Η ομάδα απαρτιζόταν από γυναίκες-δολοφόνους τις οποίες ο Μάνσον κατεηύθυνε μέσω πλύσης εγκεφάλου και έστελνε να σκοτώνουν όποιους εκείνος θεωρούσε εχθρούς του. Η δίκη του έληξε το 1971 και καταδικάστηκε εις θάνατον, ποινή που μετατράπηκε σε ισόβια εξαιτίας της αντισυνταγματικότητας της ποινής σύμφωνα με το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ.
Αντρέι Τσικατίλο, 1978
Έχοντας μεγαλώσει με την ιστορία του απαχθέντα αδελφού του ο οποίος πέθανε και έγινε τροφή των πεινασμένων Ουκρανών τη δεκαετία του ’30, ο Αντρέι Τσικατίλο φαινομενικά συνέχισε τη ζωή του, τελείωσε το σχολείο, σπούδασε και παντρεύτηκε. Ο σοβαρά διαταραγμένος εσωτερικός του κόσμος έβρισκε διέξοδο στα θύματα του αποφεύγοντας τη σύλληψη σχεδόν για δεκαπέντε χρόνια, παρά το γεγονός ότι την πρώτη φορά που συνελήφθη δεν καταδικάστηκε λόγω έλλειψης στοιχείων.
Ο Τσικατίλο διάλεγε αγόρια και κορίτσια εφήβους που σκότωνε με φρικτούς τρόπους ενώ καννιβάλιζε τα πτώματα. Το σκεπτικό του ήταν η απαλλαγή της κοινωνίας από τους «ανεπιθύμητους», για το λόγο αυτό επέλεγε πόρνες και παιδιά των δρόμων. Μέχρι την τελική του σύλληψη ο αριθμός των θυμάτων είχε ξεπεράσει τα πενήντα. Για τη μεταφορά του στα δικαστήρια χρησιμοποιήθηκε μεταλλικό κλουβί, ενώ κατά τη διάρκεια της δίκης δάγκωνε τα κάγκελα και εξαπέλυε ύβρεις κατά πάντων. Καταδικάστηκε σε θάνατο και εκτελέστηκε το 1994.
Τζον Γουέιν Γκέισι, 1978
Στην περίπτωση του Τζον Γουέν Γκέισι τα κίνητρα και τα σημάδια υπήρχαν από πριν: Σύλληψη για ασέλγεια σε ανήλικο αλλά και μια παράξενη μυρωδιά γύρω από το σπίτι του που μάλιστα συχνά συζητούσαν οι γείτονες. Κατά τα άλλα όμως, ο Γκέιζι ήταν, κατά τους συμπολίτες του, εξέχων άνθρωπος, βοηθούσε τους γείτονες και διασκέδαζε τα παιδιά της γειτονιάς του. Όταν η αστυνομία άρχισε τις ανακρίσεις τον Δεκέμβριο το 1978 σχετικά με εξαφανίσεις στην περιοχή, ο Γκέισι τελικά ομολόγησε. Οι αρχικές έρευνες στο σπίτι του αποκάλυψαν ένα χώρο 15 τετραγωνικών κάτω από την αποθήκη του σπιτιού όπου βρέθηκαν τα απομεινάρια 28 νεαρών ανδρών και αγοριών. Ο Γκέισι αργότερα δήλωσε ότι τέσσερις ακόμη είχαν πεταχτεί στο ποτάμι.
Μέχρι το τέλος του έτους, η αστυνομία είχε σχεδόν κατεδαφίσει το σπίτι, ενώ η δίκη διήρκεσε λιγότερο από μια ώρα. Ο Γκέισι καταδικάστηκε σε θάνατο με ένεση, εφαρμόζοντας προσεκτικά τις νέες οδηγίες για τον μη «βίαιο και ασυνήθιστο» τρόπο εκτέλεσης. Η ποινή εκτελέστηκε το 1994, ωστόσο τα 18 οδυνηρά λεπτά που χρειάστηκαν για να ενεργήσει το θανατηφόρο διάλυμα προκάλεσαν συζητήσεις για την καταλληλότητα της μεθόδου.
Τεντ Μπάντι, 1978
Ο Τεντ Μπάντι χαρακτηρίστηκε ως ένας από τους πιο γοητευτικούς εγκληματίες των ΗΠΑ. Τουλάχιστον μέχρι τη στιγμή που στραγγάλιζε, διαμέλιζε και κρεμούσε τα κεφάλια των πτωμάτων στο σαλόνι του. Με μερικά από αυτά κοιμόταν στο ίδιο κρεβάτι ωσότου η οσμή της αποσύνθεσης γίνει αφόρητη.
Όταν ήταν φοιτητής της νομικής, ο Μπάντι είχε συλληφθεί για απαγωγή το 1975, αλλά απέδρασε το 1977. Το δίμηνο Ιανουαρίου-Φεβρουαρίου 1978 ήταν η κύρια περίοδος δράσης του, ενώ. ανάμεσα στα θύματα του ήταν ένα δωδεκάχρονο κορίτσι. Στη δίκη υπερασπίστηκε τον εαυτό του χωρίς δικηγόρο, παίρνοντας δύναμη από τα γράμματα των γυναικών που έφταναν κατά χιλιάδες στη φυλακή. Μάλιστα παντρεύτηκε μία συγκρατούμενή του με την οποία απέκτησε και παιδί.
Μέχρι το 1989, όταν και εκτελέστηκε σε ηλικία 43 ετών στην ηλεκτρική καρέκλα, είχε ομολογήσει τριάντα φόνους.
Τζέφρι Ντάμερ, 1991
Το επώνυμο του έχει γίνει συνώνυμο με το «τέρας».
Μετά τη σύλληψη του τον Ιούλιο του 1991, ο Ντάμερ καταδικάστηκε σε κάθειρξη χιλίων ετών και δολοφονήθηκε από συγκρατούμενο του τον Νοέμβριο του 1994.
Η κατάρρευση της Τράπεζας Μπάρινγκς, 1995
Η Μπάρινγκς ήταν η παλαιότερη τράπεζα και ένας από τους πιο αξιόπιστους χρηματοπιστωτικούς οίκους της Βρετανίας, με τη βασίλισσα της Αγγλίας να συγκαταλέγεται στο πελατολόγιο της. Ωστόσο, προκειμένου να επιβιώσει τον ανταγωνισμό του 20ου αιώνα, προχώρησε στην πρόσληψη διάφορων νεαρών και φιλόδοξων ειδικών των επενδύσεων, ένας εκ των οποίων ο Νικ Λίσον. Ξεκινώντας από χαμηλή θέση, οι γνώσεις του τον βοήθησαν να βρεθεί σύντομα στη Σιγκαπούρη όπου προέβλεπε τις μεταβολές στις παγκόσμιες αγορές. Κάποια στιγμή μάλιστα, οι προβλέψεις του αντιστοιχούσαν στο 10% των κερδών της τράπεζας.
Μαίρη Λετουρνώ, 1998
Η Αμερικανίδα δασκάλα προκάλεσε ρίγη στους γονείς όλης της χώρας όταν σύναψε σχέσεις με τον δωδεκάχρονο μαθητή της μετά από το φλερτ που διήρκεσε ένα χρόνο. Η Λετουρνώ, μητέρα τεσσάρων, έμεινε έγκυος από τον μαθητή της προτού φυλακιστεί με τις κατηγορίες βιασμού και αποπλάνησης ανηλίκου. Αφέθηκε ελεύθερη με αναστολή, την οποία παραβίασε συνάπτοντας ξανά σχέσεις μαζί του και μένοντας έγκυος για δεύτερη φορά.
Η ιστορία παρουσιάστηκε από τα μέσα ενημέρωσης με πολλές δόσεις τρέλας αλλά και ρομαντισμού εξαιτίας της άρνησης της να αποκηρύξει την αγάπη της με κόστος της ελευθερίας της. Μετά τη γέννηση του δεύτερου παιδιού της από τον νεαρό πρώην μαθητή της, και έκτο συνολικά, ξεκίνησε να εκτίει την επταετή ποινή φυλάκισής της. Το 2004 αφέθηκε και πάλι ελεύθερη, οπότε και παντρεύτηκε τον νεαρό εραστή της ο οποίος στο μεταξύ ήταν 21 ετών.
Η σφαγή στο Κόλουμπάιν, 1999
Τα βίαια επεισόδια ήταν πρόβλημα στα σχολεία των ΗΠΑ αρκετό καιρό πριν την 20η Απριλίου του 1999. Ο Ντίλαν Κλέμπολντ και ο Έρικ Χάρις ήξεραν ότι θα έπρεπε να κάνουν κάτι ιδιαίτερο για να κάνουν το δικό τους έγκλημα να ξεχωρίσει. Για το λόγο αυτό μαγνητοσκόπησαν τη μετατροπή του Λυκείου στο Κόλουμπάιν σε σφαγείο: Σκότωσαν 12 συμμαθητές τους και έναν καθηγητή, τραυμάτισαν 24 άλλους και τελικά αυτοκτόνησαν την ώρα που το περιστατικό προβαλλόταν ζωντανά από τα τηλεοπτικά κανάλια.
Αυτό το ξέσπασμα βίας σε ένα σχολείο της μέσης-ανώτερης τάξης των ΗΠΑ προκάλεσε έντονους προβληματισμούς.
Η κλοπή της Μόνα Λίζα, 1911
Ο διάσημος πίνακας υπήρξε περιουσιακό στοιχείο των Γάλλων μοναρχών, ο Λουδοβίκος ο 14ος την μετέφερε στις Βερσαλλίες ενώ ο Ναπολέων την τοποθέτησε στην κρεβατοκάμαρά του. Δημιούργημα του Ντα Βίντσι στη Φλωρεντία, η Μόνα Λίζα είχε για μόνιμο σπίτι τη Γαλλία. Στις 20 Αυγούστου 1911 οι φύλακες διαπίστωσαν ότι ο πίνακας έλειπε από τη θέση του. Ολόκληρη η Γαλλία συνταράχτηκε από την κλοπή, τα σύνορα έκλεισαν, οι υπεύθυνοι του μουσείου απολύθηκαν και μία ολόκληρη λίστα δημιουργήθηκε με πιθανούς ενόχους. Με το πέρασμα του χρόνου αυξήθηκαν οι ανησυχίες και τα σενάρια περί καταστροφής του πίνακα.
Τότε οι υπεύθυνοι του Λούβρου έλαβαν μία επιστολή από την Γκαλερί Ουφίζι της Φλωρεντίας σχετικά με τη σύλληψη του Βιντσέντζο Περούτζια, ο οποίος είχε επικοινωνήσει με γκαλερί έργων τέχνης προκειμένου να πουλήσει τον πίνακα και να τον επιστρέψει στην Ιταλία. Στις 14 Ιουνίου 1914 ο πίνακας επιστρέφεται στο Λούβρο, ενώ ο Περούτζια καταδικάστηκε σε φυλάκιση λίγων μηνών, με το ελαφρυντικό του πατριωτισμού.
Η Μαύρη Ντάλια, 1947
Ο φόνος της Ελίζαμπεθ Σορτ παραμένει ανεξιχνίαστος εδώ και εξήντα χρόνια. Στις 15 Ιανουαρίου 1947, εντοπίστηκε το κακοποιημένο και διαμελισμένο στη μέση σώμα μιας γυναίκας, κοντά στο Χόλιγουντ. Το πτώμα ανήκε στην Ελίζαμπεθ Σορτ, μία 22χρονη που είχε μεταβεί στην Καλιφόρνια αναζητώντας την τύχη της ως ηθοποιός και η οποία προς το παρόν εργαζόταν ως σερβιτόρα. Οι δημοσιογράφοι της έδωσαν το όνομα «Μαύρη Ντάλια», πιθανόν εμπνευσμένοι από την «Μπλε Ντάλια», μία ταινία όπου ένας πιλότος μαχητικού κατηγορείται για το θάνατο της άπιστης γυναίκας του.
Η λίστα των υπόπτων ήταν αμέτρητη, όπως και η λίστα κινήτρων του κάθε υπόπτου, ενώ η διάσταση που έλαβε το θέμα ήταν η αιτία μύθων γύρω από τις ηθικές και σεξουαλικές τάσεις του δολοφόνου. Η ιστορία αποτέλεσε έμπνευση ή το θέμα πολλών βιβλίων και ταινιών τα επόμενα χρόνια
Η υπόθεση Μάνσον, 1969
Στις 9 και 10 Αυγούστου 1969, δύο δολοφονίες πραγματοποιήθηκαν στο Λος Άντζελες. Στην πρώτη περίπτωση, μία ομάδα τεσσάρων δολοφόνησαν βίαια την οκτώ μηνών έγκυο ηθοποιό Σάρον Τέιτ, παντρεμένη με τον σκηνοθέτη Ρομάν Πολάνσκι μαζί με τέσσερις φίλους της και τον γιο του κηπουρού του σπιτιού. Η Τέιτ ικέτεψε για τη ζωή του αγέννητου παιδιού της, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Με το αίμα της οι δολοφόνοι έγραψαν τη λέξη «γουρούνι» στην μπροστινή πόρτα του σπιτιού.
Την επόμενη ημέρα, ο διευθυντής σούπερ μάρκετ Λένο ΛεΜπιάνκα και η γυναίκα του δολοφονήθηκαν με παρόμοιο τρόπο, ενώ στην κοιλιά του άντρα είχε χαραχτεί με πιρούνι η λέξη «πόλεμος» Χρειάστηκαν πέντε μήνες για να καταλήξουν οι έρευνες στον Τσαρλς Μάνσον και την αποκαλούμενη «οικογένεια». Η ομάδα απαρτιζόταν από γυναίκες-δολοφόνους τις οποίες ο Μάνσον κατεηύθυνε μέσω πλύσης εγκεφάλου και έστελνε να σκοτώνουν όποιους εκείνος θεωρούσε εχθρούς του. Η δίκη του έληξε το 1971 και καταδικάστηκε εις θάνατον, ποινή που μετατράπηκε σε ισόβια εξαιτίας της αντισυνταγματικότητας της ποινής σύμφωνα με το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ.
Αντρέι Τσικατίλο, 1978
Έχοντας μεγαλώσει με την ιστορία του απαχθέντα αδελφού του ο οποίος πέθανε και έγινε τροφή των πεινασμένων Ουκρανών τη δεκαετία του ’30, ο Αντρέι Τσικατίλο φαινομενικά συνέχισε τη ζωή του, τελείωσε το σχολείο, σπούδασε και παντρεύτηκε. Ο σοβαρά διαταραγμένος εσωτερικός του κόσμος έβρισκε διέξοδο στα θύματα του αποφεύγοντας τη σύλληψη σχεδόν για δεκαπέντε χρόνια, παρά το γεγονός ότι την πρώτη φορά που συνελήφθη δεν καταδικάστηκε λόγω έλλειψης στοιχείων.
Ο Τσικατίλο διάλεγε αγόρια και κορίτσια εφήβους που σκότωνε με φρικτούς τρόπους ενώ καννιβάλιζε τα πτώματα. Το σκεπτικό του ήταν η απαλλαγή της κοινωνίας από τους «ανεπιθύμητους», για το λόγο αυτό επέλεγε πόρνες και παιδιά των δρόμων. Μέχρι την τελική του σύλληψη ο αριθμός των θυμάτων είχε ξεπεράσει τα πενήντα. Για τη μεταφορά του στα δικαστήρια χρησιμοποιήθηκε μεταλλικό κλουβί, ενώ κατά τη διάρκεια της δίκης δάγκωνε τα κάγκελα και εξαπέλυε ύβρεις κατά πάντων. Καταδικάστηκε σε θάνατο και εκτελέστηκε το 1994.
Τζον Γουέιν Γκέισι, 1978
Στην περίπτωση του Τζον Γουέν Γκέισι τα κίνητρα και τα σημάδια υπήρχαν από πριν: Σύλληψη για ασέλγεια σε ανήλικο αλλά και μια παράξενη μυρωδιά γύρω από το σπίτι του που μάλιστα συχνά συζητούσαν οι γείτονες. Κατά τα άλλα όμως, ο Γκέιζι ήταν, κατά τους συμπολίτες του, εξέχων άνθρωπος, βοηθούσε τους γείτονες και διασκέδαζε τα παιδιά της γειτονιάς του. Όταν η αστυνομία άρχισε τις ανακρίσεις τον Δεκέμβριο το 1978 σχετικά με εξαφανίσεις στην περιοχή, ο Γκέισι τελικά ομολόγησε. Οι αρχικές έρευνες στο σπίτι του αποκάλυψαν ένα χώρο 15 τετραγωνικών κάτω από την αποθήκη του σπιτιού όπου βρέθηκαν τα απομεινάρια 28 νεαρών ανδρών και αγοριών. Ο Γκέισι αργότερα δήλωσε ότι τέσσερις ακόμη είχαν πεταχτεί στο ποτάμι.
Μέχρι το τέλος του έτους, η αστυνομία είχε σχεδόν κατεδαφίσει το σπίτι, ενώ η δίκη διήρκεσε λιγότερο από μια ώρα. Ο Γκέισι καταδικάστηκε σε θάνατο με ένεση, εφαρμόζοντας προσεκτικά τις νέες οδηγίες για τον μη «βίαιο και ασυνήθιστο» τρόπο εκτέλεσης. Η ποινή εκτελέστηκε το 1994, ωστόσο τα 18 οδυνηρά λεπτά που χρειάστηκαν για να ενεργήσει το θανατηφόρο διάλυμα προκάλεσαν συζητήσεις για την καταλληλότητα της μεθόδου.
Τεντ Μπάντι, 1978
Ο Τεντ Μπάντι χαρακτηρίστηκε ως ένας από τους πιο γοητευτικούς εγκληματίες των ΗΠΑ. Τουλάχιστον μέχρι τη στιγμή που στραγγάλιζε, διαμέλιζε και κρεμούσε τα κεφάλια των πτωμάτων στο σαλόνι του. Με μερικά από αυτά κοιμόταν στο ίδιο κρεβάτι ωσότου η οσμή της αποσύνθεσης γίνει αφόρητη.
Όταν ήταν φοιτητής της νομικής, ο Μπάντι είχε συλληφθεί για απαγωγή το 1975, αλλά απέδρασε το 1977. Το δίμηνο Ιανουαρίου-Φεβρουαρίου 1978 ήταν η κύρια περίοδος δράσης του, ενώ. ανάμεσα στα θύματα του ήταν ένα δωδεκάχρονο κορίτσι. Στη δίκη υπερασπίστηκε τον εαυτό του χωρίς δικηγόρο, παίρνοντας δύναμη από τα γράμματα των γυναικών που έφταναν κατά χιλιάδες στη φυλακή. Μάλιστα παντρεύτηκε μία συγκρατούμενή του με την οποία απέκτησε και παιδί.
Μέχρι το 1989, όταν και εκτελέστηκε σε ηλικία 43 ετών στην ηλεκτρική καρέκλα, είχε ομολογήσει τριάντα φόνους.
Τζέφρι Ντάμερ, 1991
Το επώνυμο του έχει γίνει συνώνυμο με το «τέρας».
Αποπλάνησε νεαρούς άντρες και αγόρια σε τουλάχιστον 17 περιπτώσεις. Μία εξ αυτών, το 14χρονο θύμα κατάφερε να αποδράσει και να μίλησει σε αστυνομικούς. Όμως, ο Ντάμερ κατάφερε να τους πείσει ότι επρόκειτο για ερωτικό καβγαδάκι, αφού η κατάσταση επήρειας ναρκωτικών ουσιών που βρισκόταν ο 14χρονος ενίσχυσε τους ισχυρισμούς του Ντάμερ. Όπως άλλοι δώδεκα πριν από αυτόν και ακόμη τέσσερις μετά, ο νεαρός είχε την ίδια τύχη, δολοφονήθηκε και διαμελίστηκε από τον Ντάμερ ο οποίος φύλαξε το κρανίο του για ενθύμιο. Τα υπόλοιπα μέλη του νεαρού όπως και των άλλων θυμάτων τα κρατούσε στο ψυγείο, ενώ φήμες αναφέρουν ότι ασκούσε κανιβαλισμό.
Μετά τη σύλληψη του τον Ιούλιο του 1991, ο Ντάμερ καταδικάστηκε σε κάθειρξη χιλίων ετών και δολοφονήθηκε από συγκρατούμενο του τον Νοέμβριο του 1994.
Η κατάρρευση της Τράπεζας Μπάρινγκς, 1995
Η Μπάρινγκς ήταν η παλαιότερη τράπεζα και ένας από τους πιο αξιόπιστους χρηματοπιστωτικούς οίκους της Βρετανίας, με τη βασίλισσα της Αγγλίας να συγκαταλέγεται στο πελατολόγιο της. Ωστόσο, προκειμένου να επιβιώσει τον ανταγωνισμό του 20ου αιώνα, προχώρησε στην πρόσληψη διάφορων νεαρών και φιλόδοξων ειδικών των επενδύσεων, ένας εκ των οποίων ο Νικ Λίσον. Ξεκινώντας από χαμηλή θέση, οι γνώσεις του τον βοήθησαν να βρεθεί σύντομα στη Σιγκαπούρη όπου προέβλεπε τις μεταβολές στις παγκόσμιες αγορές. Κάποια στιγμή μάλιστα, οι προβλέψεις του αντιστοιχούσαν στο 10% των κερδών της τράπεζας.
Μέσω ενός μυστικού δικού του λογαριασμού, στοιχημάτισε κάποια στιγμή σε άνοδο του δείκτη Nikkei της Ιαπωνίας, ο οποίος όμως τη συγκεκριμένη μέρα υπέστη μεγάλες απώλειες εξαιτίας σεισμού στο Κόμπε. Οι απώλειες του Λίσον ήταν τόσο μεγάλες που συμπαρέσυραν την Μπάρινγκς σε πτώχευση και την αγορά της από την ING για μία βρετανική λίρα. Ο Λίσον εξέτεισε ποινή φυλάκισης έξι ετών για απάτη, ενώ σήμερα είναι μάνατζερ ποδοσφαιρικής ομάδας στη Σκωτία.
Μαίρη Λετουρνώ, 1998
Η Αμερικανίδα δασκάλα προκάλεσε ρίγη στους γονείς όλης της χώρας όταν σύναψε σχέσεις με τον δωδεκάχρονο μαθητή της μετά από το φλερτ που διήρκεσε ένα χρόνο. Η Λετουρνώ, μητέρα τεσσάρων, έμεινε έγκυος από τον μαθητή της προτού φυλακιστεί με τις κατηγορίες βιασμού και αποπλάνησης ανηλίκου. Αφέθηκε ελεύθερη με αναστολή, την οποία παραβίασε συνάπτοντας ξανά σχέσεις μαζί του και μένοντας έγκυος για δεύτερη φορά.
Η ιστορία παρουσιάστηκε από τα μέσα ενημέρωσης με πολλές δόσεις τρέλας αλλά και ρομαντισμού εξαιτίας της άρνησης της να αποκηρύξει την αγάπη της με κόστος της ελευθερίας της. Μετά τη γέννηση του δεύτερου παιδιού της από τον νεαρό πρώην μαθητή της, και έκτο συνολικά, ξεκίνησε να εκτίει την επταετή ποινή φυλάκισής της. Το 2004 αφέθηκε και πάλι ελεύθερη, οπότε και παντρεύτηκε τον νεαρό εραστή της ο οποίος στο μεταξύ ήταν 21 ετών.
Η σφαγή στο Κόλουμπάιν, 1999
Τα βίαια επεισόδια ήταν πρόβλημα στα σχολεία των ΗΠΑ αρκετό καιρό πριν την 20η Απριλίου του 1999. Ο Ντίλαν Κλέμπολντ και ο Έρικ Χάρις ήξεραν ότι θα έπρεπε να κάνουν κάτι ιδιαίτερο για να κάνουν το δικό τους έγκλημα να ξεχωρίσει. Για το λόγο αυτό μαγνητοσκόπησαν τη μετατροπή του Λυκείου στο Κόλουμπάιν σε σφαγείο: Σκότωσαν 12 συμμαθητές τους και έναν καθηγητή, τραυμάτισαν 24 άλλους και τελικά αυτοκτόνησαν την ώρα που το περιστατικό προβαλλόταν ζωντανά από τα τηλεοπτικά κανάλια.
Αυτό το ξέσπασμα βίας σε ένα σχολείο της μέσης-ανώτερης τάξης των ΗΠΑ προκάλεσε έντονους προβληματισμούς.
Γονείς και ειδικοί συζητούσαν για την κυριαρχία της βίαιης μουσικής στις προτιμήσεις των εφήβων καθώς και τον αιμοσταγή χαρακτήρα των βιντεοπαιχνιδιών. Ωστόσο, αναπάντητο παραμένει για όλους τους γονείς το ερώτημα της πρόληψης ενός τέτοιου ξεσπάσματος αφού τα δύο συγκεκριμένα παιδιά δεν είχαν δώσει κανένα δείγμα βίαιης συμπεριφοράς μέχρι την ημέρα που αποφάσισαν να μπουν στο σχολείο με καραμπίνες.