Ο Παρθενώνας έχει κρυμμένα ακόμα πολλά μυστικά.
Η ζωφόρος του Παρθενώνααπεικονίζει τη θυσία της κόρης του Ερεχθέως και όχι την πομπή των Μεγάλων Παναθηναίων, υποστηρίζει μια νέα έρευνα.
Εδώ και 230 χρόνια, η παράσταση που κοσμεί την 160 μέτρων ζωφόρο του Παρθενώνα, ενός κτίσματος με τη μεγαλύτερη επιρροή στην αρχιτεκτονική του δυτικού κόσμου, φαινόταν αρκετά απλή. Όλοι δέχονταν ότι απεικονίζει την πομπή των Μεγάλων Παναθηναίων που γίνονταν κάθε τέσσερα χρόνια προς τιμήν της θεάς Αθηνάς, στην οποία άλλωστε είναι αφιερωμένος ο Παρθενώνας.
Αλλά μια συγκλονιστική ανακάλυψη, σε συνδυασμό με τις μούμιες της Αιγύπτου, μετά από μελέτες που έγιναν πάνω στη ζωφόρο του Παρθενώνα, θέτει υπό αμφισβήτηση τις ιδέες που είχαμε έως τώρα γι’ αυτό το 2.500 ετών αρχιτεκτονικό αριστούργημα.
Αυτό υποστηρίζει η αρχαιολόγος και καθηγήτρια του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης, Τζόαν Κόνελυ στο βιβλίο της The Parthenon Enigma (εκδ. Knopf).
Όπως αναφέρει η Κόνελυ: «Τώρα συνειδητοποιούμε ότι η ζωφόρος αφηγείται μια πολύ πιο τραγική ιστορία».
Η ζωφόρος αφηγείται μια πολύ πιο τραγική ιστορία – τη θυσία της κόρης του Ερεχθέα, προτείνει η καθηγήτρια του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης Τζόαν Κόνελυ.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.
Στην αρχαία Αίγυπτο, όταν οι φαραώ πέθαιναν ξεκινούσαν το ταξίδι τους στον άλλο κόσμο μέσα σε μια χρυσή σαρκοφάγο. Οι κοινοί θνητοί, πάλι, μουμιοποιούνταν με φθηνότερα υλικά, όπως για παράδειγμα ανακυκλωμένο πάπυρο, στον οποίο προηγουμένως μπορεί να υπήρχαν διάφορα γραπτά, συμπεριλαμβανομένων μεταφρασμένων κειμένων από τα ελληνικά.
Στις αρχές του 20ου αιώνα, ένας Έλληνας μελετητής, εξετάζοντας κομμάτια από πάπυρο σε μια από αυτές τις μούμιες, έκανε μια εκπληκτική ανακάλυψη: 250 σειρές από ένα χαμένο έργο του Ευριπίδη, τον «Ερεχθέα».
«Τελικά οι μούμιες καταλήγουν να είναι η καλύτερη πηγή χαμένων Ελληνικών κειμένων», λέει η Κόνελυ, η οποία σημειώνει ότι η ανακάλυψη της σαρκοφάγου που περιείχε το έργο είχε γίνει το 1901, αλλά η τεχνολογία για να αφαιρεθεί ο πάπυρος, χωρίς να καταστραφεί η μούμια, δεν υπήρχε μέχρι το 1960.
Το έργο αφηγείται την ιστορία του Ερεχθέα, μυθικού βασιλιά της Αθήνας, ο οποίος «όταν έγινε η πρώτη εισβολή και πολιορκία της πόλης από τους βάρβαρους Θράκες, ζήτησε καθοδήγηση από το μαντείο των Δελφών και πήρε την απάντηση ότι έπρεπε να θυσιάσει τη μικρότερη κόρη του» προκειμένου να κερδίσει τη μάχη.
Η Κόνελυ έμαθε για πρώτη φορά για το έργο αυτό, το οποίο ήταν ιδιαίτερα δύσκολο να διαβαστεί γιατί ήταν σε αποσπασματικά ελληνικά και «οι λωρίδες από πάπυρο ήταν κομμένες σε σχήμα φτερών γερακιού», στη δεκαετία του 1990. Από τότε και με την πάροδο του χρόνου, είχε μια αποκάλυψη.
«Συνειδητοποίησα ότι ο Ευριπίδης μιλούσε γι’ αυτό που βλέπουμε στο μέσον της ζωφόρου του Παρθενώνα», λέει η Κόνελυ. «Απεικονίζει μια οικογένεια –τη μητέρα, τον πατέρα και τις τρεις κόρες τους– η οποία ετοιμάζεται να θυσιάσει την μικρότερη κόρη. Απεικονίζει τη θυσία μιας παρθένας».
Να σημειωθεί, τέλος, ότι από το σύνολο της ζωφόρου σήμερα σώζονται 50 μέτρα, τα οποία εκτίθενται στο Μουσείο της Ακρόπολης, 80 μέτρα βρίσκονται στο Βρετανικό Μουσείο (Ελγίνεια Μάρμαρα), ένας λίθος στο Μουσείο του Λούβρου και κάποια θραύσματα είναι διασκορπισμένα σε μουσεία στο Παλέρμο, στο Βατικανό, στη Χαϊδελβέργη, στη Βιέννη και στο Μόναχο.