Μέχρι τις απαρχές του Α’ ΠΠ η Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο ήταν οι σημαντικότερες δανειοδότριες χώρες του κόσμου, ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν οφειλέτες. Τα δεδομένα του πολέμου άλλαξαν τις ισορροπίες και το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γαλλία βρέθηκαν με τεράστια χρέη προς τις ΗΠΑ, ενώ η Γαλλία και το Βέλγιο είχαν υποστεί τρομακτικές καταστροφές στις πόλεις, τις υποδομές, τη βιομηχανία και τον πληθυσμό τους από τη Γερμανική κατοχή και τη μετατροπή μεγάλων περιοχών τους σε αχανή πεδία μαχών.Η Γερμανία, από την άλλη, αν και είχε αναγκαστεί να συνάψει μεγάλα εσωτερικά δάνεια και είχε υποφέρει από τον ναυτικό αποκλεισμό των Βρεττανών, δεν είχε βιώσει εχθροπραξίες στο έδαφός της, καθότι συνθηκολόγησε προτού οι Σύμμαχοι προλάβουν να εισβάλλουν στη Γερμανία (αν και αυτό ήταν τότε αναπόφευκτο). Ως συνέπεια αυτών, και λόγω του πρωταγωνιστικού ρόλου που είχε διαδραματίσει η Γερμανία στην έναρξη του πολέμου, στη Σνυθήκη των Βερσαλλιών οι Γάλλοι και οι Βρεττανοί επέβαλαν μεγάλες πολεμικές αποζημιώσεις στη Γερμανία (αν και ιστορικά σύμφωνες με τους επαχθείς όρους που οι Γερμανοί είχαν επιβάλλει παλαιότερα στη Γαλλία μετά το τέλος του Γαλλοπρωσικού Πολέμου, ή στη Ρωσία μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση).
Οι Σύμμαχοι χρειάζονταν τις αποζημιώσεις για να αποπληρώσουν τα δάνεια που όφειλαν στις ΗΠΑ, και οι Αμερικάνοι έδιναν νέα δάνεια στη Γερμανία για να μπορεί να αποπληρώνει τις αποζημιώσεις, καθότι η Γερμανική εξαγωγική βιομηχανία είχε πληγεί ανεπανόρθωτα από τον παγκόσμιο πόλεμο και τη επακόλουθη Γερμανική Επανάσταση. Ήταν ένας οικονομικός κύκλος ροής χρήματος που λειτούργησε, σε κάποιο βαθμό, μέχρι το Οικονομικό Κράχ του 1929, και τον συνδυασμό του με την ακόμα εύθραυστη Γερμανική οικονομία κατά τα επόμενα λίγα χρόνια.
Στο Συνέδριο της Λωζάνης το 1932 αποφασίστηκε να παγώσουν όλες οι Γερμανικές αποζημιώσεις για τον Α’ ΠΠ, λόγω αδυναμίας της χώρας να ανταπεξέλθει ύστερα από την οικονομική της κρίση. Επειδή το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γαλλία βασίζονταν σε αυτές τις αποζημιώσεις για να αποπληρώσουν τα δάνεια που είχαν συνάψει με τις ΗΠΑ κατά τη διάρκεια του Α’ ΠΠ, πάγωσαν και τις δικές τους πληρωμές προς τις ΗΠΑ. Η οικονομική αυτή διευκόλυνση της Γερμανίας δεν απέτρεψε την άνοδο του Χίτλερ, που έγινε καγκελάριος το επόμενο έτος. Η Γερμανία είχε πληρώσει μόνο το ένα όγδοο των αποζημιώσεων που προέβλεπε η Σνυθήκη των Βερσαλλιών.
ΙΙ. Η Γερμανή Αυτοκρατορία Ξαναχτυπά
Εάν το άμεσο φταίξιμο της Γερμανίας για την έναρξη του Α’ ΠΠ είναι αμφισβητούμενο, για την έναρξη του Β’ ΠΠ είναι αδιαμφισβήτητο. Οι καταστροφές που επέφερε αυτός, ιδίως από άμεσες πράξεις της Γερμανικής κυβέρνησης και του Γερμανικού στρατού, είναι ανυπολόγιστες όσον αφορά χαμένες ζωές αλλά μετρήσιμες όσον αφορά καταστροφές ή λεηλασίες περιουσίας κρατών και ιδιωτών. Πέραν αυτών, η Γερμανική κυβέρνηση σύναψε διάφορα δάνεια με τις κυβερνήσεις-υποχείρια χωρών υπό κατοχή, μία από τις οποίες ήταν και η Ελλάδα. Αν και η τελευταία δεν υπέφερε τα χειρότερα δεινά από τους Γερμανούς (αυτή τη «τιμή» την είχε η Πολωνία), οι καταστροφές που υπέστη από τη Γερμανία, την Ιταλία και τη Βουλγαρία ήταν τρομερές.
Μετά την ήττα του Άξονα, οι Συνθήκες Ειρήνης του Παρισιού καθόρισαν τις πολεμικές αποζημιώσεις που θα έπρεπε να πληρώσουν οι διάφορες εμπλεκόμενες χώρες. Η Ελλάδα έλαβε, σε τιμές δολαρίου 1938, $105.000.000 από την Ιταλία (λίγο παραπάνω από ό,τι η Σοβιετική ένωση) και $45.000.000 από τη Βουλγαρία.
Με τη Γερμανία δεν συνάφθηκε παρόμοια συνθήκη ειρήνης πριν το 1990, μια και η χώρα διαμελίστηκε Η Συμφωνία του Πότσνταμ όμως, το 1945, καθόρισε σε πρώτη φάση τις αποζημιώσεις της Γερμανίας, πολλές από τις οποίες καταβλήθηκαν με μεταφορά βιομηχανίας ή βιομηχανικών ειδών σε άλλες χώρες (μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα) και με τη μεταβίβαση της κυριότητας μεγάλων εκτάσεων, ιστορικά γερμανικών για αιώνες, στη Πολωνία και την ΕΣΣΔ. Το τελευταίο αυτό μέτρο συνοδεύτηκε από τον βίαιο εκτοπισμό 12-14 εκατομμυρίων Γερμανών από εκείνα τα εδάφη, μισό εκατομμύριο ή παραπάνω από τους οποίους πέθαναν στη διαδικασία αυτή. Η Γερμανία αρχικά αποφασίσθηκε να μεταβληθεί σε αγροτική χώρα, με συστηματική καταστροφή του βιομηχανικού της δυναμικού, ώστε να μην απειλήσει ποτέ ξανά την ειρήνη στην Ευρώπη. Ευτυχώς για τη Γερμανία, η έναρξη του Ψυχρού Πολέμου άλλαξε αυτά τα σχέδια.
Το 1946, στη Συμφωνία Αποζημιώσεων του Παρισιού καθορίσθηκε ότι στην Ελλάδα οφειλόταν το 2,7% των χρηματικών ή άλλου είδους αποζημιώσεων που θα κατέβαλλε η Γερμανία και το 4,35% της μεταφοράς βιομηχανίας, πλοίων ή άλλων αντίστοιχων μέσων.
ΙΙΙ. Η Συμφωνία του Λονδίνου για το Χρέος
Αμέσως μετά τον Β’ΠΠ, όσα από τα εδάφη της Γερμανίας δεν προσαρτήθηκαν στην Πολωνία ή στην ΕΣΣΔ τελούσαν υπό κατοχή των Συμμαχικών δυνάμεων. Μόλις το 1949 αυτά οργανώθηκαν σε δύο κράτη, την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας (Δυτική Γερμανία) και τη Γερμανική Λαοκρατική Δημοκρατία (Ανατολική Γερμανία). Το 1953 και τα δύο απέκτησαν κάποιο μέτρο ανεξαρτησίας και εντάχθηκαν στις δύο αντικρουόμενες συμμαχίες του Ψυχρού Πολέμου, το ΝΑΤΟ και το Σύμφωνο της Βαρσοβίας αντίστοιχα. Η Δυτική Γερμανία, ως το μεγαλύτερο κράτος από τα δύο και αυτοανακηρυσσόμενος διάδοχος της παλιάς Γερμανίας, ανέλαβε και το βάρος των χρεών της παλιάς Γερμανίας προς άλλα κράτη. Ακόμα ανέλαβε τα χρέη της παλιάς Γερμανίας προς ιδιώτες, αν και αυτό δεν ήταν (τυπικά) στις υποχρεώσεις της.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν επιθυμούσαν μία επανάληψη των αποπληρωμών του μεσοπολέμου, που οδήγησαν στη κατάρρευση της Γερμανικής οικονομίας και στην άνοδο του Χίτλερ. Έτσι, η Δυτική Γερμανία ανέλαβε να αποπληρώσει τα δάνεια και τις πολεμικές αποζημιώσεις που όφειλε σταδιακά, ανάλογα με τις δυνατότητές της, και (αρχικά τουλάχιστον) κυρίως σε είδος, όπως βιομηχανικά προϊόντα. Η πρώτη προτεραιότητα αφορούσε στην αποπληρωμή των δανείων που χρωστούσε η Γερμανία από πριν τον Β’ ΠΠ. Έπειτα η κυβέρνηση δεσμεύτηκε να αποπληρώσει τα διάφορα άλλα δάνεια της παλιάς και νέας Γερμανικής κυβέρνησης, μεμονωμένων πόλεων της χώρας και της Αυστρίας όσο αυτή ήταν ενωμένη με τη Γερμανία. Αλλά κάποια από τα δάνεια είχαν συναφθεί από τα κράτη που συνιστούσαν τη παλιά ομοσπονδιακή Γερμανία και το μεγαλύτερο από αυτά, η Πρωσσία, δεν υπήρχε πιά. Τα περισσότερα από τα εδάφη της Πρωσσίας, εξάλλου, ανήκαν πλέον στην Ανατολική Γερμανία, ή είχαν προσαρτηθεί στη Πολωνία και την ΕΣΣΔ.
Αυτό και άλλα προβλήματα οδήγησαν τους Συμμάχους στην οργάνωση μίας επιτροπής για το Γερμανικό χρέος αποτελούμενη από τρεις φορείς (σήμερα θα την ονομάζαμε Τρόικα), που συνεργάστηκε με τη κυβέρνηση της Δυτικής Γερμανίας για τη διευθέτηση των χρεών. Όταν επιτεύχθηκε μία συμφωνία, η Συμφωνία του Λονδίνου, το 1953 (ύστερα από μία πρώτη απόρριψη από τη Γερμανική βουλή και Αμερικανική πιέση για την αποδοχή της), οι όροι ήταν οι εξής:
- α) Το προπολεμικό Γερμανικό χρέος περικόπηκε σε σημαντικό βαθμό (περίπου 50%),
- β) Αυξήθηκε ο χρόνος που η Γερμανία είχε στη διάθεσή της για την αποπληρωμή (στα 30 χρόνια),
- γ) Το ποσό χρημάτων που θα κατέβαλλε κάθε χρόνο ήταν συνάρτηση των δυνατοτήτων της Γερμανικής οικονομίας να το παράγει.
Όσο για το μεταπολεμικό χρέος, αυτό καθορίστηκε ξεχωριστά με κάθε κράτος, αφού οι ΗΠΑ μείωσαν μονομερώς στο μισό αυτό που όφειλε σε αυτές η Γερμανία. Κατά τη περίοδο 1953-1958 η Γερμανία θα πλήρωνε μόνο τόκους, ενώ από το 1958 θα ξεκινούσε να αποπληρώνει τα δάνεια. Η ταχύτατη οικονομική ανάπτυξη (το ‘Γερμανικό Θαύμα’) είχε ως αποτέλεσμα η Γερμανία να μπορέσει να αποπληρώσει τα διάφορα δάνεια ευκολότερα από ό,τι υπολογιζόταν, και οι τελευταίες σχετικές πληρωμές πραγματοποιήθηκαν το 1983.
Η Συμφωνία του Λονδίνου είχε ως αρχή ότι η Γερμανία δεν θα μπορούσε να αποπληρώσει τα χρέη της χωρίς αναπτυσσόμενη οικονομία, και έτσι αυτά περικόπηκαν ώστε να μπορέσουν να αποπληρωθούν τουλάχιστον μερικώς. Ακόμα, η σταθερότητα που προέκυψε στην Γερμανική κατάσταση χρεών (σε αντίθεση με τη χαοτικότητα που επικρατούσε κατά τη δεκαετία του 1920) ευνόησε την ανάπτυξη επιχειρήσεων και την οικονομική ευμάρεια της χώρας και των κατοίκων της.
Υπήρξαν, βέβαια, κάποιες εξαιρέσεις. Οι «ηθικές» οφειλές της Γερμανίας προς το Ισραήλ δεν περικόπηκαν καθόλου, και καταβλήθηκαν κανονικά κατά τη δεκαετία του 1950 ($1,5 δις), τόσο προς τη κυβέρνηση του Ισραήλ όσο και προς μεμονωμένα θύματα του Ολοκαυτώματος. Η αδιαλλαξία του Ισραήλ δημιούργησε κακή αίσθηση στην «Τρόικα» της εποχής, που είχε καταφέρει όλους τους δανειστές της Γερμανίας να μειώσουν τις απαιτήσεις τους για χάρη της Γερμανικής ανάπτυξης, αλλά κατά τα άλλα δεν είχε μεγάλη επίπτωση.
Μετά το 1953, η Δυτική Γερμανία ήρθε σε διάφορες συμφωνίες με μεμονωμένα κράτη για τη πληρωμή επιπρόσθετων αποζημιώσεων. Το 1960 συμφώνησε με την Ελλάδα να πληρώσει 115.000.000 γερμανικά μάρκα σε Έλληνες ιδιώτες που ήταν θύματα της Γερμανικής κατοχής, υπό τον όρο να μην χρειαστεί να πληρώσει αντίστοιχα ποσά στο μέλλον. Μεταγενέστερες νομικές προσπάθειες ιδιωτών να αποκομίσουν αποζημιώσεις έφτασαν σταδιακά μέχρι το υψηλότερο δικαστήριο των Ηνωμένων Εθνών, που το 2012 έβγαλε απόφαση υπέρ της Γερμανίας.
IV. Γερμανική Επανένωση
Ένας όρος της Συμφωνίας του Λονδίνου έλεγε ότι σε περίπτωση επανένωσης της Γερμανίας αυτή θα αναλάμβανε κάποιες αποπληρωμές που είχαν ακυρωθεί κατά την αρχική συμφωνία. Όταν γράφτηκε αυτός ο όρος, οι συνθήκες επανενοποίησης (αν αυτή ποτέ γινόταν) δεν μπορούσαν να είναι γνωστές. Σε περίπτωση που η Ανατολική Γερμανία ήταν οικονομικά ισχυρή χώρα, η ενοποιημένη Γερμανία θα κατέληγε να πλήρωνε ένα μεγάλο μέρος των χρεών που είχαν παραγραφεί το 1953. Το 1989 όμως η Ανατολική Γερμανία ήταν χρεοκοπημένη Παρόλα αυτά, η Γερμανία συμφώνησε να αποπληρώσει όλα τα εναπομείναντα χρέη της από πριν τον Β’ ΠΠ μέσα σε διάστημα 20 ετών, και το έπραξε μέχρι το 2010.
Στις 12 Σεπτεμβρίου 1990 υπογράφηκε η τελική συνθήκη ειρήνης της Γερμανίας με τις τέσσερις μεγάλες «συμμαχικές» δυνάμεις, δηλαδή την ΕΣΣΔ, το Ηνωμένο Βασίλειο, τις ΗΠΑ και τη Γαλλία. Αν και δεν αναφέρεται ρητά στη συνθήκη ειρήνης (το Άρθρο 7 απλά αναφέρει ότι οι τέσσερις προαναφερθέντες δυνάμεις δεν έχουν πιά ειδικά δικαιώματα στο Βερολίνο ή στην υπόλοιπη Γερμανία) , συμφωνήθηκε ότι η Γερμανία δεν θα δεχόταν επιπλέον αγωγές για αποζημιώσεις οφειλόμενες στον Β’ ΠΠ.
Αναφέρθηκε νωρίτερα ότι στη διάρκεια του πολέμου διάφορες χώρες υποχρεώθηκαν να συνάψουν δάνεια προς τη Γερμανία. Η Ελλάδα έδωσε στη Γερμανία $135.800.000 σε άτοκα δάνεια κατά τη διάρκεια του πολέμου (κατά εκτίμηση του 1947). Ενόσω ο πόλεμος συνεχιζόταν, η Γερμανία αποπλήρωσε δύο από τις συμφωνημένες δόσεις του δανείου, αλλά έπειτα έπαψε να καταβάλλει δόσεις λόγω της κακής (για αυτήν) τροπής του πολέμου. Εφόσον επρόκειτο για δάνειο, η Ελλάδα θεωρητικά έχει ακόμα το δικαίωμα να ζητήσει την αποπληρωμή του, αλλά είναι νομικά ασαφές το κατά πόσο μπορεί να διεκδικήσει τόκους.
Από τη μία το δάνειο ήταν άτοκο, οπότε η σημερινή του αξία ανέρχεται σε περίπου $10 δις. Από την άλλη, οι συνθήκες υπό τις οποίες ελήφθη μπορούν να το επανακαθορίσουν ως λαφυραγωγία σε καιρό πολέμου, αλλά τότε δεν μπορεί να διεκδικηθεί λόγω της συμφωνίας του 1990. Από μία τρίτη οπτική γωνία, η αποτυχία της Γερμανίας να αποπληρώσει τη τρίτη δόση, στη διάρκεια του πολέμου, θα είχε μετατρέψει το δάνειο σε έντοκο, αλλά για να καθοριστεί αυτό απαιτείται μελέτη των συνθηκών υπό τις οποίες καθορίστηκαν αυτές οι λεπτομέρειες το 1942. Ανάλογα με τους τόκους, το συνολικό οφειλόμενο ποσό μπορεί να ανέρχεται από $70 δις έως περίπου $100 δις.
V. Προοπτικές για το Μέλλον
Η Γερμανία έχει καταβάλλει μεγάλες προσπάθειες να αφήσει τον Β’ ΠΠ και τη μιλιταριστική της παράδοση που οδήγησε σε αυτόν πίσω της. Μέσω πολυάριθμων συμφωνιών έχει καταβάλλει μεγάλα ποσά σαν αποζημιώσεις σε κράτη και ιδιώτες, από το τέλος του πολέμου και έπειτα. Πολλά άλλα χρέη της παραγράφηκαν για χάρη της ειρήνης και της οικονομικής της παλινόρθωσης Όσον αφορά την Ελλάδα, το τελευταίο αμφισβητούμενο οικονομικό ζήτημα από τον Β’ ΠΠ είναι το κατοχικό δάνειο. Η πρόσληψη μεγάλης δημοσιότητας σε αυτό έγινε σε μία συγκυρία όπου η Ελλάδα χρωστάει στη Γερμανία μεγαλύτερο χρέος από αυτό, και βασίζεται στη καλή θέληση των Ευρωπαϊκών χωρών για να συνεργαστούν ώστε να υπερνικηθεί μία Ευρωπαϊκή οικονομική κρίση της οποίας η Ελλάδα είναι το μεγαλύτερο θύμα. Υπό αυτές τις συνθήκες, η αποπληρωμή του κατοχικού δανείου αντιμετωπίστηκε εξαρχής ως πολιτικό, και όχι οικονομικό, ζήτημα, με αποτέλεσμα απλά την όξυνση των σχέσεων μεταξύ Γερμανών και Ελλήνων. Στους μεν έχει δημιουργηθεί η εντύπωση ότι οι Έλληνες, στην απελπισία τους, εφευρίσκουν νέες κατηγορίες κατά των Γερμανών λόγω του Ναζιστικού παρελθόντος τους, ενός παρελθόντος που δεν τους αφορά πλέον σαν έθνος. Στους δε, το δάνειο φαντάζει σαν δίκαιη (σχεδόν σαν από μηχανής θεός) σωτηρία από τη κρίση, χωρίς την απαίτηση δομικών αλλαγών στον τρόπο λειτουργίας της χώρας και της οικονομίας της.
Πιθανότατα το θέμα της αποπληρωμής του δανείου, με ή χωρίς τόκους, δεν θα ληφθεί όσο προκαλεί υψηλή συναισθηματική φόρτιση, εφόσον αυτό θα είχε πολιτικό κόστος στις εμπλεκόμενες κυβερνήσεις της κάθε χώρας. Μία λύση θα ήταν, ίσως, να ενταχθεί διακριτικά σε μελλοντικές περικοπές του Ελληνικού χρέους, με έναν τρόπο που δεν θα το παρουσιάζει σαν υποχώρηση της Γερμανικής πλευράς αλλά σαν ενδο-ευρωπαϊκή συννενόηση για τη κοινή πρόοδο της ηπείρου.
Σταύρος Δημητρακούδης, 6-12-2012
ΒιβλιογραφίαΣυμφωνία Αποζημιώσεων από τη Γερμανία (Παρίσι, 1946) http://www.mzv.cz/file/198469/Paris.pdf (pdf)
Συμφωνίες Ειρήνης του Παρισιού (1947) http://en.wikipedia.org/wiki/Paris_Peace_Treaties,_1947
Timothy W. Guinnane, Financial Vergangenheitsbewältigung: The 1953 LondonDebt Agreement" Economic Growth Center, YaleUniversity, 2004) http://papers.ssrn.com/sol3/papers.cfm?abstract_id=493802 (pdf)
Treaty on the Final Settlement with Respect to Germany(September 12, 1990) http://usa.usembassy.de/etexts/2plusfour8994e.htm
Επιπλέον ενδεικτικές διαδικτυακές πηγές: