Θυμάμαι, πως όταν ζούσα στην Κωνσταντινούπολη ένας θαμώνας του γυμναστηρίου γεμάτος τατουάζ και σκουλαρίκια με ρώτησε αν μπορούσαμε να κάνουμε εναλλάξ τα σετ στο όργανο γυμναστικής και μετά πιάσαμε την κουβέντα. Μαθαίνοντας ότι είμαι Έλληνας εξεπλάγη και αναφώνησε πόσο πολύ αγαπάει το ρεμπέτικο και κατόπιν αυτού πόση ντροπή αισθάνεται που οι συμπατριώτες του, οι Τούρκοι κατέστρεψαν το βιός των Ρωμιών και τους εξώθησαν στον αναγκαστικό διωγμό. Για τον φίλο, η απώλεια του ελληνικού στοιχείου που ενσάρκωναν οι Ρωμιοί ζημίωσε την Κωνσταντινούπολη. Η συνέχεια της κουβέντας ήταν ακόμη πιο αποκαλυπτική. Είχα την εντύπωση, πως εννοούσε ότι τα αίτια της παρακμής οφείλονταν στην αντικατάσταση του πλούτου της ετερότητας από το δημογραφικά ομογενοποιημένο σύνολο, τη μονοπωλιακή παγίωση του τουρκισμού που δεν αντέχει το διαφορετικό εθνοτικό στοιχείο. Κι όμως δεν ήταν έτσι.
Ο φίλος μου, μου εξηγούσε ότι η κατάπτωση της Κωνσταντινούπολης αποδίδεται στην εισροή των κατοίκων της επαρχίας με το ρεύμα της αστυφιλίας. Μου είπε, ''Κοίταξε που καταλήξαμε, τα βλαχαδερά της Ανατολίας να πάρουν τη θέση των πρώην γειτόνων μας, των αστών Ρωμιών.''Αυτό που εξέφρασε ο φίλος, έχει καθιερωθεί ως ''Κιτς νοσταλγία''. Ενδόμυχα, θέλουμε τους Ρωμιούς, Αρμένιους, Εβραίους, Λεβαντίνους για να διατηρήσουν το αστικό κύρος της Κωνσταντινούπολης. Δεν τους αγκαλιάζουμε ως ισότιμους πολίτες του κράτους μας αλλά τους χρησιμοποιούμε γιατί δίπλα σε αυτούς, ενισχύεται και η δική μας εικόνα. Έχοντας ως γειτόνισσα μια πρώην κάτοικο ενός χωριού της Ανατολίας, δεν έχω τίποτα να κερδίσω από τη μαντήλα και το εμπριμέ, λουλουδάτο σαλβάρι της. Αυτή η παρακατιανή, μου χαλάει την αισθητική σε αντίθεση με την κομψή και εκδυτικισμένη Ρωμιά. Δυστυχώς, αυτό εννοούσε ο φίλος του γυμναστηρίου.
Τον Σεπτέμβριο του 1955, όταν ξέσπασαν τα τραγικά επεισόδια εις βάρος του μη μουσουλμανικού πληθυσμού, η Κωνσταντινούπολη αριθμούσε 180.000 Ρωμιούς σε συνολικό πληθυσμό 1.500.000 κατοίκων. Στις μέρες μας, 2.500 Ρωμιούς σε σύνολο 14 εκατομμυρίων.
Τα Σεπτεμβριανά δεν θα μπορούσαν να μελετηθούν αποκομμένα των πρότερων πολιτικών εθνικής αφομοίωσης και αναγκαστικού εκτουρκισμού που σηματοδότησαν οι πολιτικές των Νεοτούρκων στις αρχές του 20ου αιώνα και επιταχύνθηκαν την επομένη της ιδρύσεως της Τουρκικής Δημοκρατίας από τον Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ, το 1923.
Με τη μετάβαση από την πολυεθνοτική Οθωμανική Αυτοκρατορία στην αμιγώς εθνική Τουρκική Δημοκρατία προκύπτει η άμεση ανάγκη διαμόρφωσης μιας εθνικής αστικής τάξης. Η επιδίωξη αυτή προσκρούει στα διαφορετικά κοινωνικά δεδομένα καθώς στην οθωμανική κοινωνία τα μεσαία αστικά στρώματα που στελεχώνουν την οικονομική δραστηριότητα ολόκληρων αστικών κέντρων όπως η Κωνσταντινούπολη και η Σμύρνη, απαρτίζονται σχεδόν αποκλειστικά από μη μουσουλμάνους. Συγκεκριμένα οι Λεβαντίνοι (Ευρωπαίοι της Ανατολής) επωφελούνται των Διομολογήσεων (Capitulations) που αποτελούν τη νομική βάση όλων των προνομίων τους (Θεωρείται πως οι Λεβαντίνοι δεν βρίσκονται σε οθωμανικό έδαφος, απαλλάσσονται της υποχρεωτικής καταβολής φόρων, διατηρούν τις δικές τους ταχυδρομικές υπηρεσίες και πληρώνουν χαμηλούς δασμούς ανάλογα με την αξία των παραγόμενων προϊόντων).
Αφότου οι σφαγές αποδεκατίζουν τους Αρμένιους και Ποντίους στα ανατολικά της Αυτοκρατορίας, ο πυρπολισμός της Σμύρνης κατεδαφίζει την πόλη εκτός της μουσουλμανικής συνοικίας και οι Έλληνες της ενδοχώρας (π.χ. Αϊδίνι) φτάνουν ως πρόσφυγες στην Ελλάδα, οι μη μουσουλμανικοί πληθυσμοί της Κωνσταντινούπολης, Ίμβρου και Τενέδου εξαιρούνται της ανταλλαγής πληθυσμών σύμφωνα με τη Συνθήκη της Λωζάννης.
Η εθνικιστική γραμμή εκτουρκισμού της οικονομίας και αντικατάστασης των μη μουσουλμάνων από μουσουλμάνους σε μεγάλο μέρος της οικονομικής δραστηριότητας συμβαίνει ήδη από τη δεκαετία του 1930, όταν απολύθηκε το μη μουσουλμανικό προσωπικό της κρατικής εταιρείας σιδηροδρόμων και προσλήφθηκαν μουσουλμάνοι. Το 1942 υπό την ηγεσία του Ισμέτ Ινονού επιβλήθηκε η επαίσχυντη έκτακτη περιουσιακή εισφορά (Varlık Vergisi) στους μη μουσουλμάνους που είχε ως στόχο να τερματίσει τον ηγεμονικό ρόλο των Αρμενίων, Ελλήνων και Εβραίων στην οικονομική ζωή της Τουρκίας.
Συγχρόνως, η εθνικιστική προσήλωση στις αρχές του Τουρκισμού είναι εμφανής παντού στο δημόσιο βίο της Τουρκίας. Ο Κεμαλισμός είναι μια εθνικιστική και κοσμική ιδεολογία που εμπεριέχει μισαλλόδοξα μηνύματα για κάθε τι μη τουρκικό. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της ρήσης ''Vatandaş türkçe konuş'' (Συμπατριώτη να μιλάς τούρκικα), που ποινικοποίησε τη χρήση άλλων γλωσσών στη δημόσια σφαίρα όπως την ελληνική, αρμενική, εβραϊκή και κουρδική.
Σεπτεμβριανά, (6 και 7 Σεπτεμβρίου 1955)
Ακόμη και στις μέρες μας, παρά τα ιστορικά αποδεικτικά στοιχεία που καθιστούν την τότε κυβέρνηση Μεντερές συνυπεύθυνη για τις εγκληματικές ενέργειες του εξαγριωμένου πλήθους, η επίσημη τουρκική ιστοριογραφία αρνείται τον χαρακτηρισμό ''Πογκρόμ''. Ωστόσο μεγάλο τμήμα της τουρκικής κοινωνίας επικαλούμενο την τραγικότητα των επεισοδίων αισθάνεται ντροπή και ενοχές για όσα συνέβησαν. Σε αυτή τη διάθεση εθνική αυτοκριτικής και ευαισθητοποίησης, σημαντική επιρροή εμφάνισαν οι διάφορες εκθέσεις φωτογραφικού υλικού, βιβλία και κινηματογραφικές ταινίες που παρουσιάζουν τα γεγονότα.
Τη νύχτα της 5ης Σεπτεμβρίου 1955, μια βόμβα εξερράγη στην αυλή της κατοικίας του Κεμάλ Ατατούρκ στη Θεσσαλονίκη. Το συμβάν σε συνδυασμό με την τεταμένη κατάσταση που επικρατούσε στην Κύπρο και τις ανησυχίες της τουρκικής κοινωνίας για επιθέσεις Ελληνοκυπρίων εναντίον Τουρκοκυπρίων (όπως δημοσίευσε η εφημερίδα Hürriyet), πυροδότησαν το μίσος του όχλου για τους μη μουσουλμάνους συμπολίτες τους. Το επόμενο απόγευμα της 6ης Σεπτεμβρίου τα γεγονότα έλαβαν χώρα στην Κωνσταντινούπολη, τη Σμύρνη και την πρωτεύουσα Άγκυρα.
Συνολικά περίπου 100.000 άτομα συμμετείχαν στις επιθέσεις καταστρέφοντας και λεηλατώντας καταστήματα, κατοικίες, σχολεία, λατρευτικούς ναούς και κοιμητήρια μη μουσουλμάνων. Μικρές ομάδες 20 – 30 ατόμων, με υποκινητές και αρχηγούς, εξορμούσαν σε συνοικίες και κεντρικές οδούς προκαλώντας τις ζημιές. Παρά τον προσχεδιαζόμενο χαρακτήρα των επιθέσεων (αφού τα καταστήματα, οι κατοικίες και οι αποθήκες είχαν σημειωθεί από την προηγούμενη νύχτα με κόκκινο σταυρό ή τα γράμματα GRM από το gayrimüslim Rum (Μη μουσουλμάνος Έλληνας) ή με σβάστικες τα καταστήματα και οι κατοικίες των Εβραίων), ο όχλος των ταραξιών προσπαθούσε να παρασύρει και απλούς διερχόμενους πεζούς στα επεισόδια. Χαρακτηριστικά, ο Αρμένιος Γκομπελιάν αναφέρει πως οι νεαροί διαδηλωτές εισέβαλαν σε καφενεία και παρότρυναν τους θαμώνες να λάβουν μέρος στις επιθέσεις, λέγοντάς τους – Τι σόι Τούρκοι είστε εσείς; Όλος ο λαός έχει ξεσηκωθεί και σεις εδώ κάθεστε και παίζετε χαρτιά;
Το μαινόμενο πλήθος ήταν εξοπλισμένο με λοστούς, πέτρες, σανίδες, φτυάρια, πριόνια και συσκευές οξυγονοκόλλησης. Για τη μεταφορά του κόσμου και των συνεργών τους είχε επιστρατευθεί ένα ολόκληρο δίκτυο οχημάτων, όπως φορτηγά, λεωφορεία, ταξί, τραμ, ιδιωτικά αμάξια και στρατιωτικά οχήματα.
Στην Κωνσταντινούπολη οι κυριότερες περιοχές που επλήγησαν ήταν το Πέρα ή αλλιώς Μπέγιογλου (Beyoğlu) που διέμεναν οι περισσότεροι Έλληνες και είχαν τα καταστήματά τους στην εμπορική οδό της Ιστικλάλ και τα τριγύρω στενά, το Κουρτουλούς (Kurtuluş), Σισλί (Şişli), Νισάντασι (Nişantaşı), Εμίνονου (Eminönü), Φατίχ (Fatih), Μπακίρκιοϊ (Bakırköy), Γεσίλκιοϊ (Yeşilköy), Ορτάκιοϊ(Ortaköy) και η Μόντα (Moda) και Καντίκιοϊ (Kadıköy ή Χαλκηδόνα) στην ασιατική πλευρά.
Από την ακόλουθη δημοσίευση στην εφημερίδα Milliyet στις 07 – 09 – 1955, δηλώνεται η ζοφερή κατάσταση που επικρατούσε στη διάρκεια των επεισοδίων.
''Προπαντός, οι δρόμοι μεταξύ του Γαλατά Σαράι και του Τουνέλ ήταν πλήρως καλυμμένοι με κουρέλια και κομμάτια από γούνες. Στους δρόμους ήταν πεταμένα ψυγεία, ηλεκτρικές σκούπες, γλυκά, καραμέλες, τόπια με ύφασμα, πουκάμισα, γραβάτες, και τα υπολείμματα ενός μανάβικου. Πίσω από τα τραμ, αυτοκίνητα και λεωφορεία είχαν δέσει με σπάγκους ψυγεία, ραπτομηχανές και γραφομηχανές και τα έσερναν στους δρόμους. Όλα τα αντικείμενα στα μαγαζιά καταστρέφονταν το ένα μετά το άλλο''.
Ο Αναστάσιος Ιορδάνογλου μεταφέρει την εικόνα που αντίκρισε στο κατεστραμμένο σπίτι της γιαγιάς του.
''Όταν πήγα στο σπίτι της γιαγιάς, δεν μπορούσα να πιστέψω στα μάτια μου. Πόρτες και παράθυρα δεν υπήρχαν πια. Ψυγεία, ράφια και καθρέφτες είχαν γίνει κομμάτια και βρίσκονταν πεταμένα έξω από το σπίτι. Είχαν σκίσει τα στρώματα και τα παπλώματα και είχαν σκορπίσει παντού το βαμβάκι. Είχαν κουρελιάσει ρούχα, παπούτσια, κουβέρτες και χαλιά και όλα τα πιατικά είχαν θρυμματιστεί σε χιλιάδες κομμάτια. Είχαν διαλύσει το σκελετό των κρεβατιών και είχαν τσακίσει με τσεκούρι τους πολυέλαιους, το σκρίνιο, τα τραπέζια, τις καρέκλες και τις πολυθρόνες. Πάνω στο πάτωμα υπήρχε μια άμορφη μάζα από ξύλο, κάρβουνο και γυαλί, μαζί με αλάτι, ζάχαρη, λάδι και αβγά. Η σόμπα ήταν επίσης κομματιασμένη και μ'ένα ψαλίδι είχαν αχρηστεύσει ότι περιείχαν κάποιες βαλίτσες''.
Αντίστοιχα, θυμάμαι την προσωπική μαρτυρία μιας φίλης ότι η μητέρα της θα παντρευόταν την επόμενη μέρα των επεισοδίων. Όταν εισέβαλαν στο σπίτι τους βρήκαν το νυφικό φόρεμα ξαπλωμένο στο κρεβάτι και το έκοψαν σε μικρά κομμάτια με ένα ψαλίδι. Η μητέρα της φίλης μου δεν ανέβαλε το μυστήριο του γάμου και παντρεύτηκε κανονικά την επόμενη μέρα φορώντας ένα πρόχειρο ταγιέρ.
Οι καταστροφές εξαπλώθηκαν σε ελληνορθόδοξους ναούς όπως της Αγίας Τριάδας στην πλατεία Ταξίμ, που κάηκε ολοσχερώς αλλά και στα κοιμητήρια του Σισλί (Şişli) και Μπαλικλί (Balıklı) που οι ταραξίες κομμάτιασαν ταφόπλακες, άνοιξαν τάφους και έκαψαν σκελετούς.
Σύμφωνα με τον Φάκελο του ανακριτή Φαχρί Τσοκέρ που ο ίδιος παρέδωσε στο Ίδρυμα Οικονομικής και Κοινωνικής Ιστορίας της Τουρκίας και περιέχει πολύ σημαντικές πληροφορίες για τους εμπλεκόμενους συλλόγους, οργανώσεις και κρατικές υπηρεσίες, στόχοι επίθεσης έγιναν:
• 4.214 διαμερίσματα
• 1.004 καταστήματα
• 73 εκκλησίες
• 1 συναγωγή
• 2 μοναστήρια
• 26 σχολεία
• 5.317 εγκαταστάσεις όπως εργοστάσια, αποθήκες και μπαρ.
Σε πολλές περιπτώσεις, άμεση ήταν η υπεράσπιση της περιουσίας των μη μουσουλμάνων από φίλους και γείτονες μουσουλμάνους. Αντάλλαξαν τις κατοικίες τους ώστε ο όχλος να συναντήσει μουσουλμάνους στα σημαδεμένα σπίτια και να μην προβεί σε δολιοφθορές και μουσουλμάνοι θυρωροί είπαν ψέματα πως δεν υπάρχουν διαμερίσματα μη μουσουλμάνων στις πολυκατοικίες. Στο νησί της Χάλκης μια γυναίκα μέλος της τοπικής οργάνωσης του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος (CHP) φώναξε στο πλήθος να μην πειράξουν κανένα σπίτι στον δρόμο της και κείνοι παραιτήθηκαν ενώ ο κύριος Σουκρού στο Τόπχανέ έκρυψε τους Έλληνες γείτονές του στο σπίτι του και πυροβολώντας στον αέρα έδιωξε τους ταραξίες. Σε άλλες περιπτώσεις οι ίδιοι οι μη μουσουλμάνοι έλαβαν δράση για να υπερασπισθούν την περιουσία τους όπως ένας Εβραίος έμπορος που ξήλωσε την ταμπέλα γειτονικού τουρκικού μαγαζιού και την αντάλλαξε με τη δική του. Το δικό του σώθηκε και του Τούρκου καταστράφηκε.
Στα πλέον κωμικοτραγικά ανήκει η εξιστόρηση ενός καθηγητή μου στο Πανεπιστήμιο που μας ανέφερε ότι το πλήθος εισέβαλε σε ένα συνεργείο αυτοκινήτων ενός Ρωμιού καταστρέφοντας όλα τα αμάξια που βρίσκονταν για επισκευή. Οι ιδιοκτήτες των αυτοκινήτων ήταν όλοι μουσουλμάνοι. Στον αντίποδα, οι κακοί γείτονες διευκόλυναν το έργο του όχλου καρφώνοντας τις περιουσίες των μη μουσουλμάνων και συμμετέχοντας στις ζημιές.
Στη Σμύρνη, το πλήθος έριξε πέτρες στο ελληνικό περίπτερο της Διεθνούς Έκθεσης και το έκαψε. Επίσης έλουσε με βενζίνη το ελληνικό προξενείο και το πυρπόλησε (Οι υπάλληλοι σώθηκαν βγαίνοντας από μια πίσω πόρτα). Τα διαμερίσματα των έξι Ελλήνων αξιωματικών του ΝΑΤΟ καταστράφηκαν ολοσχερώς, οι αξιωματικοί και οι οικογένειές τους εκτέθηκαν σε προσβολές και ύβρεις ενώ ένας αξιωματικός με τη σύζυγό του ξυλοκοπήθηκαν. Στην Άγκυρα δεν παρατηρήθηκαν καταστροφές παρά μόνο διαδηλώσεις κατά των Ελλήνων.
Παρά τις αυστηρές προειδοποιήσεις να μην υπάρξουν σωματικές βλάβες αλλά μόνο υλικές ζημιές, το Παρατηρητήριο του Ελσίνκι έκανε λόγο για 15 νεκρούς και ο αρχιατρός του νοσοκομείου του Μπαλικλί δήλωσε πως εξέτασε 60 γυναίκες, θύματα βιασμού. Πιστεύεται πως τα θύματα σεξουαλικής κακοποίησης ήταν πολύ περισσότερα διότι πολλές γυναίκες αποσιώπησαν το γεγονός από ντροπή και από τον τρόμο του στιγματισμού.
Κατά τη διάρκεια των επεισοδίων οι δυνάμεις ασφαλείας όχι μόνο ήταν απαθείς αλλά ενίσχυσαν το έργο των ταραξιών. Λίγη ώρα πριν ξεκινήσουν τα τραγικά γεγονότα η αστυνομία συγκέντρωσε αυξημένες δυνάμεις ασφαλείας γύρω από χώρους διεθνούς ενδιαφέροντος όπως το ξενοδοχείο Χίλτον. Ωστόσο μαρτυρίες αναφέρουν πως οι αστυνομικοί είχαν λάβει εντολές να μην παρεμποδίζουν τις καταστροφές. Χαρακτηριστικά, ένας αστυνομικός διοικητής αρνήθηκε να βοηθήσει τον Αλβανό γείτονά του με τη δικαιολογία ότι στις παρούσες συνθήκες δεν ήταν αστυνομικός αλλά Τούρκος! Όσοι από τους αστυνομικούς δεν είχαν λάβει εντολές δεν παρέμειναν αδρανείς και παθητικοί. Όπως ο αστυφύλακας στο νησί της Πριγκήπου που συγκράτησε σαράντα άτομα οι οποίοι ήθελαν να κάψουν ένα ελληνικό σχολείο.
Αποζημιώσεις
Κατόπιν των επεισοδίων και με το φόβο της διεθνούς κατακραυγής, η κυβέρνηση Μεντερές προέβη στη σύσταση αρμόδιας επιτροπής για την καταβολή των αποζημιώσεων στα θύματα. Αρχικώς, 4.433 άτομα ήγειραν αξιώσεις για ζημιές ύψους 69.758.744 τουρκικών λιρών. Τελικώς, δύο χρόνια αργότερα, το 1957, η επιτροπή αποζημίωσε 3.247 φυσικά και νομικά πρόσωπα με το συνολικό ποσό των 6.533.856 τουρκικών λιρών.
Ξένοι παρατηρητές αξιολόγησαν τις αποζημιώσεις ως φειδωλές, γραφειοκρατικά περίπλοκες και καθυστερημένες. Τα θύματα αντιλήφθηκαν την αποκατάσταση των ζημιών εκ μέρους του κράτους όχι ως αποζημίωση αλλά μάλλον ως μια χειρονομία δημιουργίας εντυπώσεων στο εξωτερικό.
Στο ενδιάμεσο διάστημα το Υπουργείο Οικονομικών ανακοίνωσε μια δέσμη μέτρων για την ανακούφιση των πληγέντων όπως φορολογικές ελαφρύνσεις, πρόσβαση σε φθηνά οικοδομικά υλικά και απόσβεση τραπεζικών οφειλών. Η φιλανθρωπική οργάνωση Ερυθρά Ημισέλινος διένειμε λιθάνθρακα, τρόφιμα και το ποσό των 20 τουρκικών λιρών στα θύματα των καταστροφών. Συμπληρωματικά, τραπεζικά ιδρύματα όπως η Τράπεζα Εργασίας, η Αγροτική Τράπεζα, η Κεντρική Τράπεζα της Τουρκίας, η Τράπεζα Σουμερίων και η Τράπεζα Χετταίων συγκέντρωσαν το ποσό των 8,7 εκατομμυρίων τουρκικών λιρών και το δώρισαν στα θύματα. Στο κάλεσμα για δωρεές ανταποκρίθηκαν και ασθενέστερες οικονομικές οντότητες όπως ο σύλλογος τσαγιού Ρίζε, το σωματείο εργατών, ο σύλλογος ζαχαροπλαστών του Τεκιρντάγ, ο σύλλογος καφενείων της Μαλάτια αλλά και εθνικιστικές οργανώσεις όπως ο σύλλογος βετεράνων του πολέμου της Ανεξαρτησίας (Όσοι πολέμησαν στο πλευρό του Κεμάλ Ατατούρκ εναντίον των ελληνικών στρατευμάτων στο Σαγγάριο ποταμό και προσπάθησαν να εκδιώξουν τους Έλληνες από τη Μικρά Ασία). Οι τελευταίοι δώρισαν το χρηματικό ποσό όχι τόσο ως ένδειξη αλληλεγγύης και συμπαράστασης στις δοκιμαζόμενες μειονότητες, όσο ως έκφραση πατριωτισμού και προσήλωσης στις επιταγές της κρατικής εξουσίας.
Απονομή Δικαιοσύνης
Η κυβέρνηση κήρυξε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης και επέβαλε στρατιωτικό νόμο στην Κωνσταντινούπολη, τη Σμύρνη και την Άγκυρα. Ο Υπουργός Εσωτερικών Ναμίκ Γκεντίκ (Namik Gedik) παραιτήθηκε και η κυβέρνηση καθαίρεσε τον αρχηγό της τουρκικής αστυνομικής ασφαλείας, τον κυβερνήτη και διοικητή της Σμύρνης, τον αρχηγό της αστυνομίας της Κωνσταντινούπολης και τρεις στρατηγούς. Στη συνεδρίαση της ολομέλειας όλοι οι ομιλητές καταδίκασαν τα γεγονότα χαρακτηρίζοντας τα ως ''εθνική καταστροφή''που θα επηρέαζε καταλυτικά το κύρος της Τουρκίας ως κράτος δικαίου.
Ξένοι παρατηρητές έκριναν πως η τουρκική κυβέρνηση φοβήθηκε τις αποκαλύψεις που θα μπορούσαν να αποβούν εις βάρος του τουρκικού κράτους. Αρχικώς, η κυβέρνηση Μεντερές με δριμεία δήλωσή της είχε καταστήσει υπεύθυνους για τα έκτροπα τους κομμουνιστές. Η κατηγορία αυτή φαντάζει αστεία και άστοχη αν λάβουμε υπόψη μας ότι οι μυστικές υπηρεσίες παρακολουθούσαν ασφυκτικά τη δράση των κομμουνιστών με αποτέλεσμα να φαίνεται εκ των πραγμάτων αδύνατη η δυνατότητα οργάνωσης των επεισοδίων από τους αριστερούς. Στον ίδιο βαθμό επιπολαιότητας, η λίστα της αστυνομίας με τους υπόπτους κομμουνιστές ήταν τόσο αβάσιμη ώστε να περιλαμβάνει ονόματα αποθανόντων και ατόμων που εκτελούσαν χρέη στρατιωτικής θητείας.
Στην Κωνσταντινούπολη συνελήφθησαν 5.104 άτομα, στη Σμύρνη 424 και στην Άγκυρα 171. Οι κατηγορίες αφορούσαν την καταστροφή ξένης περιουσίας, κλοπή, λεηλασία, εμπρησμό, επιθέσεις σε θρησκευτικά κέντρα, συλλαλητήρια εναντίον ξένων κρατών (Μεταξύ όλων, οι διαδηλωτές κατέστρεψαν και τη Πρεσβεία της Σουηδίας), βλάβη εθνικών συμφερόντων, κομμουνιστική προπαγάνδα, ανθρωποκτονία δολιοφθορά, βιασμούς, προσβολή της κυβέρνησης, προσβολή του στρατού και αντίσταση κατά της Αρχής. Ως τα τέλη του 1956 καταδικάστηκαν 228 άτομα.
Ο βρώμικος ρόλος του συλλόγου KTC
Την επαύριον των επεισοδίων συνελήφθησαν 87 μέλη του προεδρείου του εθνικιστικού συλλόγου ''Η Κύπρος είναι τουρκική'' (Στην παρούσα δημοσίευση θα μεταφέρουμε τον σύλλογο με τα αρχικά της τουρκικής ονομασίας του, KTC, Kıbrıs Türktür Cemiyeti) με την κατηγορία του σχεδιασμού και υποκίνησης των γεγονότων.
Η KTC ιδρύθηκε τον Αύγουστο του 1954 με παρότρυνση των τουρκικών φοιτητικών συλλόγων, της εθνικής ομοσπονδίας Τούρκων φοιτητών και της τουρκικής εθνικής φοιτητικής ένωσης. Σκοπός του συλλόγου ήταν η ένωση της Κύπρου με την Τουρκία, η υπεράσπιση της τουρκικής μειονότητας της Κύπρου ενώπιον του ΟΗΕ και άλλων οργανισμών και η διοργάνωση πράξεων διαμαρτυρίας σε όλη την Τουρκία.
Η πλειοψηφία των μελών του προεδρείου και του συλλόγου συνεργάζονταν στενά με μεμονωμένα μέλη της κυβέρνησης, κρατικές οργανώσεις και άλλα κρατικά όργανα όπως τις μυστικές υπηρεσίες.
Οι δραστηριότητες του συλλόγου συγχρηματοδοτούνταν σε σημαντικό βαθμό από την κυβέρνηση (εφάπαξ εισφορά 35.000 τουρκικών λιρών και ετήσια εισφορά από την κυβέρνηση ύψους 200.000 τουρκικών λιρών).
Τα πλοκάμια της οργάνωσης ήταν εξαπλωμένα σε πολλές τοπικές οργανώσεις του κυβερνώντος Δημοκρατικού Κόμματος και σε εργατικά σωματεία. Αποτέλεσμα, πολλά μέλη του συλλόγου KTC να διατηρούν πολλαπλές θέσεις. Εκτός από μέλη του KTC λειτουργούσαν και ως μέλη του Δημοκρατικού Κόμματος και ως σημαντικά στελέχη εργατικών σωματείων.
Ένα μήνα πριν τις ταραχές, στις αρχές Αυγούστου του 1955 παρατηρείται μια ασυνήθιστη εντατικοποίηση των δραστηριοτήτων του συλλόγου KTC. Αν και μέχρι τα μέσα Αυγούστου υπήρχαν μόλις τρεις κλαδικές του συλλόγου στην Κωνσταντινούπολη, ως τα επεισόδια της 6ης Σεπτεμβρίου άνοιξαν τουλάχιστον άλλα δέκα παραρτήματα του συλλόγου. Εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι οι κλαδικές αυτές ιδρύθηκαν από ηγετικά στελέχη των τοπικών οργανώσεων του κυβερνώντος Δημοκρατικού Κόμματος και των εργατικών σωματείων. Την τελευταία εβδομάδα του Αυγούστου το σημαντικό μέλος του KTC, Καμίλ Ονάλ (Kamil Önal – αρθρογράφος και πράκτορας των μυστικών υπηρεσιών) έδωσε επείγουσα παραγγελία σε ένα τυπογραφείο, να τυπώσει 20.000 αφίσες με την επιγραφή ''Η Κύπρος είναι τουρκική''.
Η καθολική εκτέλεση των τραγικών γεγονότων από το σύλλογο KTC επιβεβαιώθηκε και από τη σύλληψη του σημαντικού του στελέχους Σεραφείμ Σαγλάμελ, ο οποίος είχε πάνω του τις λίστες των καταστημάτων και κατοικιών προς καταστροφή. Επίσης άλλα μέλη του προεδρείου του KTC όπως ο Μουσταφά Έρογλου και Ερόλ Ντεμιρτζίογλου εντοπίστηκαν πάνω σε μοτοσυκλέτες, να πηγαινοέρχονται στις συνοικίες που συνέβησαν οι βανδαλισμοί, παροτρύνοντας τον κόσμο να λάβει μέρος στις δολιοφθορές. Επίσης, ένας πράκτορας που η αστυνομική επιθεώρηση είχε βάλει κρυφά στη φυλακή ως συγκρατούμενο των μελών του KTC, ανέφερε πως κατά τη διάρκεια της κράτησής του στο κελί, το επιφανές στέλεχος του KTC, Χικμέτ Μπιλ, αποκάλυπτε ανοιχτά πως για την οργάνωση των επεισοδίων είχε λάβει χρήματα και οδηγίες από τον πρωθυπουργό Αντνάν Μεντερές.
Τα μέλη του KTC, ναι μεν κατηγορήθηκαν αλλά αθωώθηκαν, προφανώς γιατί τα ηγετικά του στελέχη απείλησαν ότι αν τους καταδίκαζαν θα αποκάλυπταν την ευθύνη των μελών της κυβέρνησης.
Με το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1960, ο πρωθυπουργός Αντνάν Μεντερές, ο Πρόεδρος της Τουρκικής Δημοκρατίας Τζεμάλ Μπαγιάρ και οι υπουργοί Ζορλού, Κιοπρουλού και Πολατκάν συνελήφθησαν και εκδικάστηκαν από στρατιωτικό δικαστήριο σχετικά με τις ευθύνες τους για τα Σεπτεμβριανά του 1955.
Κατηγορήθηκαν για παραβίαση των συνταγματικώς κατοχυρωμένων θεμελιωδών δικαιωμάτων των μη μουσουλμάνων (ως υπηκόων του τουρκικού κράτους) καθώς και για υποκίνηση Τούρκων πολιτών σε διαδηλώσεις και πράξεις βίας.
Ο κυβερνήτης της Σμύρνης, ο κυβερνήτης της Κωνσταντινούπολης και ο αρχηγός της αστυνομίας κατηγορήθηκαν ότι δεν έλαβαν τα απαραίτητα μέτρα για να διακόψουν τις δολιοφθορές.
Ο γενικός πρόξενος στη Θεσσαλονίκη, Μεχμέτ Αλί Μπαλίν, ο αναπληρωματικός πρόξενος, Μεχμέτ Αλί Τεκινάλπ, ο φοιτητής νομικής με καταγωγή από τη Κομοτηνή, Οκτάυ Ενγκίν και ο θυρωρός του προξενείου, Χασάν Ουτσάρ, κατηγορήθηκαν ότι είχαν προμηθεύσει τη βόμβα και ότι είχαν προκαλέσει την έκρηξη.
Οι Μπαγιάρ, Μεντερές, Πολατκάν και Ζορλού κηρύχθηκαν ένοχοι. Οι Μεντερές, Πολατκάν και Ζορλού καταδικάστηκαν σε θάνατο δια απαγχονισμού.
Οι Κιοπρουλού, Μπαλίν, Τεκινάλπ και Ενγκίν κηρύχθηκαν αθώοι (Το ελληνικό κράτος έχει απαγορέψει την είσοδο στη χώρα στον Οκτάυ Ενγκίν).
Πριν τα Σεπτεμβριανά, το εθνικιστικό κράτος της Τουρκίας εκλαμβάνει τους Έλληνες της Πόλης (αλλιώς Ρωμιούς) ως νοσταλγούς του Βυζαντίου που μέσω του Πατριαρχείου προσπαθούν να νεκραναστήσουν τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Γελοίες ψυχώσεις. Εκτός αυτού, το κεμαλικό κράτος προσεγγίζει τους Ρωμιούς ως πράκτορες της Ελλάδας.
Κι όμως, οι Ρωμιοί υπήρξαν ένα διαχρονικό και πολύ δυναμικό πληθυσμιακό κεφάλαιο στο ετερόκλητο συνονθύλευμα της Κωνσταντινούπολης.
Τα Σεπτεμβριανά του '55 εμβολίασαν τους μη μουσουλμάνους με μια ισχυρή δόση ψυχολογικού σοκ. Οι Ρωμιοί αισθάνθηκαν παρίες στην ίδια τους τη γενέτειρα και η φυγή υπήρξε μονόδρομος. Οι απελάσεις του 1964 και 1971 αποτέλειωσαν σαν ταφόπλακα τον ελληνισμό της Κωνσταντινούπολης.
lifo.gr
lifo.gr
Περισσότερα ιστορικά θέματα εδώ.