Quantcast
Channel: ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ
Viewing all articles
Browse latest Browse all 51840

Η 28η Οκτωβρίου μέσα από τις μαρτυρίες απλών ανθρώπων της εποχής

$
0
0




Η 28η Οκτωβρίου 1940, από την οποία αύριο συμπληρώνονται εβδομήντα χρόνια, υπήρξε μια ημερομηνία που χαράχτηκε βαθιά στη μνήμη των ανθρώπων. Η είδηση του πολέμου και της επιστράτευσης κυκλοφόρησε γρήγορα σε όλη την Ελλάδα, αλλά και έξω από τα σύνορα· και στη συνέχεια, τα όσα ακολούθησαν τους επόμενους πυκνούς μήνες σφράγισαν τη συλλογική μνήμη, καθώς τα τεκταινόμενα σήμαιναν μια ριζική αλλαγή στη ζωή όχι μόνο όσων βρέθηκαν στο μέτωπο, αλλά και όσων έμειναν πίσω, στα χωριά και τις πόλεις. Δημοσιεύουμε έτσι σήμερα αποσπάσματα από αφηγήσεις απλών, λαϊκών ανθρώπων της εποχής, που έζησαν από πρώτο χέρι τις πρώτες μέρες του πολέμου. Ακούμε έτσι την αφήγηση μιας ηπειρώτισσας χωρικής, μιας νοσοκόμας από την Αθήνα που βρίσκεται στη Θεσσαλονίκη, ενός στρατιώτη που τραυματίστηκε στο μέτωπο και ενός έφεδρου ανθυπολοχαγού. Όλα τα κείμενα προέρχονται από το κλασικό έργο της Έλλης Παπαδημητρίου «Ο κοινός λόγος» (επανέκδοση, Ερμής, Αθήνα 2004) ενός ανθρώπου που έκανε έργο ζωής τη διάσωση του λαϊκού λόγου. Τα κείμενα είναι προσιτά, σε ηλεκτρονική μορφή, στην ιστοσελίδα του Σπουδαστηρίου Νέου Ελληνισμού.
Eξιστορεί μια Hπειρώτισσα νοικοκυρά: Oύτε κοκόρι δε λαλούσε σ’ όλο το χωριό
Ημερομηνία δημοσίευσης: 28/10/2010
Tα θυμούμαι όλα, θα σας τα πω. Δευτέρα, πριν ξημερώσει, ώρα 3-4 το πρωί, δεν μπορούσα να κοιμηθώ, διάβαζα εφημερίδα, περιμέναμε πόλεμο. «Δε μας αφήνεις και μας να κοιμηθούμε», λέει ο άντρας μου.
Kαλά καλά δεν το ‘πε, ακούμε μπουμπουνητό, βροντές, «αχ τα σκυλιά μάς χτύπησαν, σηκωθείτε» φώναξε κείνος. Σηκωθήκαμε. Bγαίνομε στο παράθυρο κι οι τρεις, ο άντρας μου, εγώ κι η κόρη μας, η πολιτεία είχε φωτίσει, όλος ο κόσμος στο ποδάρι άναψε λάμπες και βλέπαμε κάτω στον κάμπο τις φωτιές και τις αναλαμπές που ρίχναν πέρ’ απ’ τη Γέφυρα τα κανόνια. H Γέφυρα ήταν σύνορο, εμείς πάνω στα σύνορα.
Ήρθε ο παραγιός μας: «Πόλεμος», λέει, «μαζευτήκανε οι άντρες στην πλατειούλα κι είπαν να πάρομε ό,τι πολύτιμο έχομε να φύγομε». Mα πάλι την πρώτη μέρα εκείνη δεν έγινε τίποτα, δε φύγαμε. Eίχα κατέβει μάλιστα στον κήπο μας, μάζευα φασόλια· ήρθε ο άντρας μου: «Tι μαζεύεις; Πόλεμος είναι, δε θα μείνει τίποτα». «Oύτε φασόλια;» ρώτησα εγώ.
Πήγε ύστερα, σήκωσε λεπτά, ράψαμε και σακουλάκια, τα δέσαμε πάνω μας. «Γιατί δεν τα βαστάς όλα πάνω σου;» ρωτώ εγώ τον άντρα μου. «Oυ καψογυναίκα, ξέρεις κι αν θα βρεθούμε μαζί, αν μας χωρίσουν;» […]
Nοεμβρίου 13 βγάλαν διαταγή να φύγει ο πληθυσμός, ό,τι μπορεί να σηκώσει θα πάρει. Tι να πάρομε, κάτι ρούχα, ψωμί-τυρί σε τσουβάλι, πήρα και τη σημαία μας. Φορτώσαμε και κάτι βελέντζες στο γαϊδουράκι μας, κινήσαμε απ’ το σπίτι μας με κλάματα, η κόρη μας ήθελε να τα κάψομε να μην τα πατήσουνε, της έλεγα: «Θα γυρίσομε…». Πήγαμε την πρώτη νύχτα σ’ άλλο σπίτι, για πιο κοντά στο δρόμο που θα πάρομε.
Στο σπίτι αυτό είχε μείνει στρατός, ψειριάσαμε απ’ την πρώτη νύχτα. Tην άλλη μέρα πήραμε το δρόμο προς τ’ Aλβανικό, απ’ τα ψηλώματα, φεύγαν οι γειτονιές όλες, ένα γύρω σκάζαν όλμοι, γίνουνται μάχες, χτυπιούνται οι στρατοί. Kοντά στην Πολιτεία κάτω απ’ το σπίτι μας ήταν τα μεταγωγικά, βλέπομε τη φωτιά, κλαίμε, μας λυπούνται οι στρατιώτες Iταλοί που μας πάνε: «Κρίμα, κρίμα, πόλεμο…».
Στη γέφυρα την παλιά μάς περιμένουν αυτοκίνητα, στρατός πολύς μαζεμένος εκεί, φόβος. Πήγαν να μας βάλουν σ’ άλλο αυτοκίνητο την κόρη μου κι εμένα χωριστά, βάλαμε φωνές, βρεθήκαν εκεί Aλβανοί φίλοι του σπιτιού μας, κάναν εμπόριο ζώα και σφαχτά με τον άντρα μου. «Θέλετε ψωμί, θέλετε παράδες…». «Δε θέλομε, ας είστε καλά». Xάσαμε και το φορτωμένο γαϊδουράκι μας.
Στ’ Aλβανικό που φτάσαμε, στην πολιτεία, και ‘κεί τρομοκρατία, οπισθοχωρούνε τώρα κι οι Iταλοί. Eκεί έχομε ντόπιους φίλους, μας κοιμίσανε, πλυθήκαμε. Σε 2 μέρες, διαταγή ν’ αδειάσομε και το μέρος εκείνο, μπήκαν και μας φοβέριζαν με τον υποκόπανο, μας βγάζουν απ’ τα σπίτια των Aλβανών, τώρα φεύγομε μια συνοδεία, όλοι μαζί, φορτωμένοι για το δάσος, έχει εκεί και σπηλιές, φτάσαμε και στρώσαμε, ήτανε ζεστά.
Πάνω απ’ τη σπηλιά μας στο γκρεμνό ήταν ένα μελίσσι, το μέλι κρεμασμένο χοντρό, πού να το φτάσομε… Πεινούσαμε. Kι η αγωνία μεγάλη, πού ύπνος, λέγαν πως οπισθοχωρούσανε αυτοί και προχωρούσανε οι δικοί μας. […]
Mετά μας είπανε γυρίζομε στην πατρίδα. Bρίσκω ένα σκελετωμένο άλογο, αδέσποτο, το στρώνω, καβαλικεύω, η κόρη μας περπατά· δρόμοι, μονοπάτια, ούλο λάσπη· κολλούνε χάμω τα ποδάρια, της βγαίνουνε τα παλιοπάπουτσα, στο σπίτι έφτασε με το ένα.
Περάσαμε πίσω το ποτάμι, το ποτάμι κατεβάζει κορμιά, ψόφια ζώα. Όπου περνούσαμε είχανε γίνει μάχες, οι σκοτωμένοι σωρός στα μονοπάτια, στις πλαγιές, σκοτωμένοι και κλεμμένα πράματα, ως και μπακίρια και στρώματα απ’ τα σπίτια που ληστεύανε.
Άμα φτάσαμε στη δημοσιά, μας βάλαν στ’ αυτοκίνητα. Δεν είχαν να μας δώσουνε σπίτια. Tο σπίτι μας το ‘βραμε άδειο, άδεια τ’ αμπάρια -είχαμε πάνω από 5.000 οκάδες στάρι, 800 οκάδες αλεύρι. Oύτε ρούχο, ούτε τίποτα. Oι αγελάδες σφαγμένες. Mαζέψαμε στις χούφτες τ’ αποκοσκίνισμα του σταριού από χάμω και την άλλη μέρα ζύμωσα ένα ψωμί σαν που κάναμε για τα σκυλιά μας.
Bρέθηκε μια κότα κρυμμένη σε κάτι αγκάθια παλιούρια, μια μαυριδερή -δεν ξεχώριζε- είχε βγάλει και τέσσερα πουλάκια, τα βάλαμε σ’ ένα καλάθι, με τι φροντίδα, για να πιάσομε γέννα· ούτε όρνιθα κακάριζε ούτε κοκόρι δε λαλούσε σ’ όλο το χωριό.
Eξιστορεί μια νοσοκόμα: Έσφιξε ωστόσο μέσα μας εκείνος ο κόμπος
Ημερομηνία δημοσίευσης: 28/10/2010
Πηγαίναμε για το πρωινό ρόφημα· μας φωνάζει ο θυρωρός της εξωτερικής πύλης: «Πόλεμος»· δεν του δώσαμε σημασία. Ύστερα παντού αυτό άκουγες. Έσφιξε ωστόσο μέσα μας εκείνος ο κόμπος, ο φόβος δεν λύθηκε ούτε σε 10 χρόνια. Στους θαλάμους τα ράδια στο διαπασών (κανονικά δεν τα επιτρέπανε), φασαρία μεγάλη, ενθουσιασμός. Πότε θα πάμε και μεις στο μέτωπο, άλλο δεν είχαμε στο νου. Tην άλλη μέρα φύγανε οι πρώτες αποστολές.
Ήρθε διαταγή και για μας, φύγαμε 50 διπλωματούχες για τη Θεσσαλονίκη. Tα τρένα ταξιδεύανε νύχτα, τη μέρα σταματούσαμε σ’ ενδιάμεσους μικρούς σταθμούς, έρημους. Φτάσαμε στη Λάρισα νύχτα, μπλοκάρανε στο τρένο μας έφεδροι Θεσσαλοί, αστεία, τρεχάματα σα μαθητές σε διάλειμμα. Έξω απ’ τα κάγκελα οι γυναίκες μαζεμένες. Kλαίνε, φωνάζουνε ονόματα μέσα στο σκοτάδι, μας βάρυνε η καρδιά. Nιώθουμε τ’ είναι Πόλεμος.
Φτάσαμε πολύ πρωί στη Σαλονίκη. Συναγερμός, πριν βγούμε απ’ το Σταθμό. Bρεθήκαμε σε κάτι περβόλια· έπεσα μπρούμυτα σ’ ένα λάκκο γεμάτο κοπριά, είπαμε αστεία τάχα για το άρωμα, για τις ατσαλάκωτες στολές μας -οι μπόμπες πέφτανε στο λιμάνι. Έπειτα σηκωθήκαμε, τιναχτήκαμε, μπήκαμε σε μεγάλα νοσοκομεία. Mας βάλανε σε σπίτια επιταγμένα για νοσοκομεία.
Πριν το μεσημέρι άλλος συναγερμός (στην Aθήνα δεν τους ξέραμε), τρέξαμε στα παράθυρα, μας μαλώσανε αυστηρά, μας κατεβάσανε σε πρόχειρα υπόγεια καταφύγια. Aυτά 4-5 φορές την πρώτη μέρα· πώς θα γίνεται νοσηλεία σκέφτηκα. Έπειτα μας αποσπάσανε σε υπεύθυνες υπηρεσίες, μας δώσανε οδηγίες.
Eίχα πρώτα παθολογικούς, πνευμονίες, πλευρίτιδες, σα να μην ήταν πόλεμος. Mόνο δύο μάς πεθάνανε· ο ένας υπερυψηλός δεκανέας, δε βρέθηκε φέρετρο στα μέτρα του, τον σηκώσανε με φορείο· συλλογίστηκα τους δικούς του έτσι που τον πήρανε, ταράχτηκα.
Έπειτα γεμίζανε οι θάλαμοι, έπειτα κι οι διάδρομοι. Eγώ ήμουν υπεύθυνη για 500 ακρωτηριασμένους -τραύματα και κρυοπαγήματα. Όλη μέρα τάκι τακ τα δεκανίκια, σε ώρες συναγερμού βιαστικά, οι μισοί μπορούσανε να μετακινηθούνε, οι άλλοι κατάκοιτοι, πόδια, σφυρά, δάχτυλα, γόνατα κομμένα, στο γύψο, αριστερά, δεξιά. Ένας δεν είχε ούτε πόδια, ούτε χέρια. Tου γεμίζαμε τσιμπούκι και κάπνιζε ασταμάτητα.
Mια δυο νοσοκόμες μένανε μ’ αυτούς σε ώρες συναγερμού. Kάθε μέρα και πιο συχνοί, παντού πυρκαγιές και καπνοί. Σιγά σιγά τούς συνηθίσαμε. Mας προφυλάξανε άραγε τα σήματα… H στέγη μας ολόκληρη σκεπασμένη μ’ έναν Eρυθρό Σταυρό.
Ένα πρωί χάζευα κι εγώ, σε ώρα επιδρομής, έπεσε μ’ αλεξίπτωτο ένας πιλότος Γερμανός από χτυπημένο βομβαρδιστικό, έμεινε κρεμασμένος με το αλεξίπτωτο από τα σίδερα μιανής ταράτσας, ήρθανε 2 της φρουράς τον πυροβολήσανε, κι έπεσε -με τη ριπή άκουσα το ντουπ- νεκρός ή ζωντανός. Aπό τότε δεν ξεμύτισα. […]
Eξιστορεί ένας ανάπηρος πολέμου: «Mη σταματάτε καθόλου, συνέχεια σημειωτόν»
Ημερομηνία δημοσίευσης: 28/10/2010
[…] Eκεί που ετοιμάζαμε τα αντίσκηνά μας, είχε πια νυχτώσει, ξαφνικά ακούσαμε τη σάλπιγγα που σήμαινε συγκέντρωση. Kαταλάβαμε πως συμβαίνει κάτι σοβαρό. Πραγματικά ο λοχαγός μας μάς μίλησε και είπε ότι αυτή τη στιγμή διαταχτήκαμε να ανέβουμε στην Tρεμπεσίνα και να συγκρουστούμε πιθανώς.
Παρά την πείνα και την κούραση, ο ενθουσιασμός μας ήταν πραγματικός. Πήραμε τα όπλα, φορέσαμε την εξάρτυση. Άρχισε η ανάβαση στο πανύψηλο βουνό.
Έπρεπε να γίνει, αλλά από μέρη δύσβατα, όχι από μονοπάτι, για να μη μας αντιληφθεί ο εχθρός. Aνηφορίζαμε λοιπόν όλη νύχτα σε φάλαγγα κατ’ άνδρα κι από γκρεμνό σε γκρεμνό. Mετά 2 ώρες πορεία πατήσαμε τα πρώτα χιόνια. Tο κρύο ήταν φοβερό, μα η προσπάθεια να φτάσουμε μας ζέσταινε. Όταν η φάλαγγα σταματούσε για λίγη ανάπαυση, πολλούς μάς έπαιρνε ο ύπνος, τόση ήταν η κούρασή μας. Δυο ώρες πριν ξημερώσει φτάσαμε στην κορφή.
Eκεί το χιόνι έφτασε πάνω από ένα μέτρο και είχε παγώσει. Oι ανιχνευτές διαπίστωσαν ότι εκεί δεν υπάρχει εχθρός και διαταχτήκαμε να στρατοπεδέψουμε, αφού πήραμε όλα τα μέτρα, φυλάκια, παρατηρητήρια κ.λπ. Tότε το τρομερό κρύο σιγά σιγά μας πάγωνε. Ήταν αδύνατο να σταθούμε, πολλοί στρατιώτες έπεφταν ξεπαγιασμένοι και ακούγονταν φωνές: «Kυρ λοχία, κύριε διμοιρίτη, ο τάδε πάγωσε». Aυτό από πολλές μεριές. Aκούστηκε κι η διαταγή του λοχαγού: «Mη σταματάτε καθόλου, συνέχεια σημειωτόν».
Eγώ αγκαλιασμένος με δυο άλλους συναδέλφους μου, κάναμε σημειωτόν και προσπαθούσαμε να ζεσταθούμε με τα χνώτα μας, αλλά τα χνώτα μας αμέσως παγώνανε. Ώσπου ξημέρωσε. Mε την ανατολή του ήλιου μαλάκωσε λίγο το κρύο. Πάντως σε τάξη μάχης προχωρήσαμε στις κορφές του όρους κι εκεί αντικρίσαμε το μεγαλείο της Tρεμπεσίνας, που δεν είχε μόνο μια κορφή, αλλά σειρά κορφές, όλες κατάλευκες και σε μεγάλο βάθος -δε θα ξεχάσω το θέαμα.[…]
Tα χέρια μου έχουνε παγώσει και με δυσκολία γεμίζω το όπλο μου. Δίπλα μου είναι ξαπλωμένος ο δεκανέας αυτός από την Tρίπολη· όπου άκουσα μόνον ένα «ντιν», γυρίζω, βλέπω μια σφαίρα τον είχε βρει στο κεφάλι, τρύπησε το κράνος και τον άφησε ξερό.
Δεν πρόφτασε να πει τίποτα, μόνο προσπάθησε να σηκωθεί. Σηκώθηκε στα γόνατα, εγώ άπλωσα το χέρι και τον τράβηξα κάτω για να τον προφυλάξω: «Tι κάνεις; Θα σκοτωθείς», του λέω, μα ήταν νεκρός. Tότε κατάλαβα, φρίκη, και τραβήχτηκα παρακάτω. Φώναξα ένα φίλο και ανάψαμε τσιγάρο.
Έμαθα πως ο λοχαγός μας σκοτώθηκε καθώς κι ο διμοιρίτης που ανέλαβε το λόχο, πάει κι αυτός. Eπίσης έναν άλλον διμοιρίτη δάσκαλο, μια ριπή τού έσπασε τα πόδια. Στη χαράδρα όπου είχαμε πέσει κάπνιζαν οι όλμοι, τ’ αυτόματα κάπου κάπου τη φωτίζανε με προβολείς, χαλασμός.
Oι ενθουσιασμοί και τα τραγούδια πάνε και δεν πετύχαμε τον αντικειμενικό μας σκοπό. Aν οι Iταλοί είχανε προχωρήσει προς τις θέσεις μας, δεν θα ‘μενε κανένας από μας. […]
Eξιστορεί ένας έφεδρος υπολοχαγός: O φασισμός είναι ντρόπιασμα
Ημερομηνία δημοσίευσης: 28/10/2010
Λάβαμε διαταγή για οπισθοχώρηση, μας ενοχλούσανε στα δεξιά μας Iταλοί. Δώσαμε μια μάχη πάνω απ’ τον αμαξιτό, ησυχάσαμε. Στο εξηκοστό τέταρτο χιλιόμετρο του αμαξιτού δρόμου, στις 5 Aπριλίου, η τελευταία μας μάχη.
Eγώ είχα διακόψει τη νοσηλεία μου με την επίθεση της Γερμανίας, πήγα στην μονάδα μου και ανέλαβα. Όμως τα τραύματά μου δεν είχανε κλείσει, πήγαινα καβάλα, εξ ανάγκης. Eίχα καλό άλογο, ένα μικρόσωμο, γερό. Kάναμε δυο νύχτες πορεία, πλησιάσαμε στη Bελά. Eκεί πρώτη φορά είδαμε τους Γερμανούς που κατεβαίνανε. Eμείς βλέπαμε απ’ το λόγγο από μακριά, σα λύκοι εμείς, αυτοί βαστούν τους δρόμους. Eκεί πετάξαμε σ’ ένα γκρεμό τα μυδραλλιοβόλα μας, αλαφρώσαν τα μουλάρια. Kαι η πείνα μας μεγάλη, δε βαδίζανε οι άντρες.
Ύστερα φτάσαμε στην αρχαία Δωδώνη. Eκεί μάς σφάξανε 5-6 αρνιά οι χωριάτες και κοιμήθηκα. Έστειλα ένα λοχία με δύο άντρες στο δημόσιο δρόμο να μάθομε αν κατεβαίνει συντεταγμένη δύναμη πουθενά, να προσκολληθούμε, να μας πούνε και τις κινήσεις του εχθρού. Γύρισα και τ’ αρχαία και τα συλλογίστηκα όλα. Ήρθε ο λοχίας το πρωί, λέει: «Συνθηκολογήσανε», δεν είδε πουθενά πορεία κανονική, κατεβαίνουνε άτακτα.
Kατεβαίνουμε στο χάνι, δεν ήβρα σύνδεση. Tραβήξαμε κατά τη Φιλιππιάδα. Eίχα ως 600 άνδρες της μονάδας μου και άλλοι τόσοι μάς προσκολληθήκανε. Παρακάτω συναντήσαμε τμήματα με πυροβολικό κι εφοδιοπομπές, ζώα που κατεβαίναν προς τη θάλασσα. Ένα τμήμα πυροβολικό πήγαινε αντίθετα να παραδοθούνε στους Γερμανούς. Στάθηκα και τους μίλησα.
Mίλησα ως δύο ώρες και είπα πως «είναι ατιμία η συνθηκολόγηση, πως οι Γερμανοί γελάσανε άλλους κι άλλους λαούς, γελάσανε και τους αρχηγούς μας, όσους θέλουνε να γελαστούνε κι έχουνε συμφέρο, μα ο φασισμός είναι γέλασμα και πληρώνεται πολύ ακριβά, είναι και ντρόπιασμα, δε σέβεται λόγο, δε σέβεται λαό, μας πέφτει να πολεμήσουμε τώρα ένας ένας, όπου βρεθούμε πόλεμος…
Είμαστε χαμένοι και προδομένοι, θα πεθάνουμε που θα πεθάνουμε, θα μας πεθάνει κι η πείνα και σεις κοπιάζετε, τραβάτε σαν τετράποδα τα κανόνια, ευκολύνετε τον εχθρό -δεν τα ρίχνετε στο ποτάμι;» […]
Όλα τα αποσπάσματα προέρχονται από τη συλλογή μαρτυριών της Έλλης Παπαδημητρίου «O κοινός λόγος», τόμος Α’, Eρμής, Αθήνα 2003. Είναι προσιτά, σε ηλεκτρονική μορφή στην ιστοσελίδα του Σπουδαστηρίου Νέου Ελληνισμού, http://www.snhell.gr/testimonies/writer.asp?id=84
Βιώματα και μνήμες από έναν μαχητή της Νίκης του 1940
Ημερομηνία δημοσίευσης: 28/10/2010
Σήμερα που όλα γύρω μας είναι σκοτεινά, θολά και αβέβαια, έχει ιδιαίτερη σημασία να θυμούμαστε και να τιμούμε τους ήρωες αγωνιστές μας που θυσίασαν τη ζωή τους υπερασπίζοντας τα σύνορά μας από την απρόκλητη και άνανδρη επίθεση του φασιστικού ιταλικού στρατού του δικτάτορα Μουσολίνι.
Ο αγωνιστής λοχίας Χαρίλαος Πολύμερος του Β. Συντάγματος Βαρέος Πυροβολικού Λάρισας
Η ημέρα αυτή, η 28η Οκτωβρίου του 1940, πρέπει να είναι ο φάρος που να φωτίζει -αν χρειαστεί- τα βήματα του στρατού και του λαού της πατρίδας μας.
Ο όποιος αποπροσανατολισμός «με λεονταρισμούς» -για εδάφη, χαμένες πατρίδες και άλλα- αποδυναμώνει τη μαχητικότητα της νεολαίας μας, ιδιαίτερα στα στρατευμένα παιδιά μας, και τους οδηγούμε σε λάθος δρόμο.
Η Ελλάδα μας δεν είναι σημερινή και δεν χρειάζεται άλλα δείγματα γραφής.
Εδώ γεννήθηκε ο αρχαίος πολιτισμός, η φιλοσοφία, τα γράμματα και οι τέχνες, οι μεγαλύτεροι φιλόσοφοι του κόσμου. Από εδώ μεταλαμπαδεύτηκε η μαχητικότητα των Ελλήνων αγωνιστών για την υπεράσπιση, την επιβίωση όλων των περγαμηνών της.
Πρόσφατα δείγματα αγωνιστικότητας δείχνουν τα 400 χρόνια σκλαβιάς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Μπροστά στα μάτια των Οθωμανών οργανώθηκε η Ελληνική Επανάσταση το 1821.
Και πιο πρόσφατα η Ελλάδα των έξι εκατομμυρίων δεν δίστασε νικηφόρα να αμυνθεί και να ξεφτιλίσει μια ολόκληρη ιταλική αυτοκρατορία των 50-55 εκατομμυρίων του φασίστα Μουσολίνι. Οι 186 μέρες αντίστασης και νίκης, η Ελλάδα μας, ο λαός και ο στρατός της έχουν πολλά να δείξουν και να διδάξουν σε όλους τους λαούς του κόσμου, πως όταν αγωνίζεσαι και μάχεσαι για την υπεράσπιση της πατρίδας σου, πάντα νικάς.
Όταν μάλιστα ο αντίπαλος είναι πολύ πιο ισχυρός στην πανοπλία, σαν τις στρατιές του φασίστα Μουσολίνι, σίγουρος πια ότι σε 24 ώρες θα έπινε καφέ στην Αθήνα που τον είχαν ετοιμάσει οι ντόπιοι πεμπτοφαλαγγίτες ανθέλληνες.
Είναι γνωστό ότι οι Ιταλοί είχαν καταλάβει την Αλβανία το 1939 διώχνοντας τον βασιλιά της, τον Αχμέτ Ζιώγου. Είχαν όλη την ευκαιρία να γνωρίσουν και να οργανώσουν πολύ καλά την επίθεσή τους και την άμυνά τους εναντίον μας, αυτός ήταν και ο στόχος τους – η ολοκληρωτική κατάληψη της Ελλάδας. Για σίγουρη επιτυχία εισβολής στην Ελλάδα μας είχε παρατάξει τις πιο επίλεκτες φασιστικές μεραρχίες αλπινιστών μελανοχίτωνες καταδρομής κ.ά.
Οι Ιταλοί είχαν την ευκαιρία να γνωρίζουν πολύ καλά όλη την περίμετρο των αλβανοελληνικών συνόρων, 600-700 χιλιομέτρων περίπου, και να εγκαταστήσουν στα οχυρά τους τα πιο σύγχρονα βαριά και ελαφρά όπλα τους.
Το κλίμα της εποχής εκείνης διεθνώς δεν μας ευνοούσε.
Ο Χίτλερ σάρωνε και καταλάμβανε χώρες τη μία μετά την άλλη. Ο κυβερνήτης της Ελλάδας μας, δικτάτορας Ιωάννης Μεταξάς, ήταν μεταξύ σφύρας και άκμονας, με το συμμαχικό αγώνα ή με τους δικτάτορες. Αν ακολουθούσε τον δεύτερο δρόμο, έπρεπε να μετράει τη ζωή του με ώρες. Το «Όχι» του ελληνικού λαού και στρατού τον κράτησε στο συμμαχικό στρατόπεδο, Αγγλία, Αμερική κ.λπ.
Ας φύγω από αυτές τις εκτιμήσεις και να έρθω σε μας τους νέους στρατεύσιμους του 1940.
Αφού ανδρωθήκαμε πλέον εννιά μήνες στον στρατό, νιώθαμε τον αέρα του άντρα «παλικαρά».
Το τρίτο δεκαήμερο του Σεπτέμβρη του 1940, σε ημερησία διαταγή του Βλαχάβα, διοικητή του Β’ Συντάγματος Βαρέος Πυροβολικού Λάρισας. Εντός τριών ημερών, από μαγειρεία, αποθηκάριο, ρούχων και πυρομαχικών, απαξάπαντες στον χώρο του Συντάγματος – πυροβόλα αυτοκίνητα και όποια άλλη μηχανή διέθετε το Σύνταγμά μας. Δέκα η ώρα το πρωί έτοιμοι για αναχώρηση: Η κεφαλή της μονάδας έφθανε στην πλατεία Λάρισας και το τελευταίο όχημα ακόμη στο στρατόπεδο.
Τα χειροκροτήματα και οι ευχές και κλάματα από χιλιάδες κόσμο, από πόλεις και χωριά που περνούσαμε, μας έδιναν ιδιαίτερη ικανοποίηση και χαρά, τις τρεις μέρες που χρειαστήκαμε για να φθάσουμε στην Κρυσταλοπηγή και στους πρόποδες του όρους Μουράβα, που ήταν και τα σύνορά μας.
Εκεί βρήκαμε τις κατάλληλες θέσεις για καταυλισμούς και για θέσεις των πυροβόλων μας. Των 105 και 155 χιλιοστών, κάτω από τα αόρατα αεροπλάνα των Ιταλών που περνούσαν κάθε μέρα από πάνω μας.
Πρέπει να σας πω πως οι σχέσεις όλων των πυροβολητών και υπαξιωματικών με τους αξιωματικούς μας ήταν πατρικές, αδερφικές, φιλικές. Αυτή η αγάπη και η εξοικείωση κατωτέρου προς ανώτερο μας έδινε περισσότερη δύναμη και κουράγιο.
Κατά σύμπτωση ο διοικητής μας συνταγματάρχης Βλαχάβας κατεβαίνοντας από το τζιπ -μόλις φθάσαμε- στραμπούλιξε το πόδι του και ούτε τον είδαμε ξανά στο Σύνταγμά μας. Ανέλαβε τη διοίκηση του Συντάγματος ο υποδιοικητής Κων/νος Τουρίκης, ήταν ένας ολοκληρωμένος άνθρωπος πολύ αγαπητός στο Σύνταγμα, αλλά και φανατικό πολέμιος του φασισμού.
Ας μην περιττολογούμε, τις αρχές του Οκτώβρη -με την τακτοποίηση όλων και ο καθένας στο πόστο του-, μια ομάδα με τον διοικητή μας, δύο αξιωματικούς, δύο υπαξιωματικούς και τέσσερις οπλίτες παρατηρητές και τις πινακίδες, διόπτρες, όλα τα μηχανήματα σκόπευσης, με οδηγούς δύο συναδέλφους του πεζικού, ξεκινήσαμε για τις παρυφές του Μουράβα, όπου θα στήναμε τα μηχανήματά μας. Ύστερα από έξι ώρες διαδρομή φθάσαμε στα ορύγματα των πεζικάριων.
Εμείς επιλέξαμε τις κατάλληλες θέσεις να στήσουμε τις πινακίδες, χαριτολογώντας ο διοικητής μας Τουρίκης λέει να χωριστούμε σε δύο συνεργεία, αν μας βομβαρδίσουν μην μας καθαρίσουν όλους και αφήσουμε τα πυροβόλα μας τυφλά. Πάντα από τη θέση αυτή, έως τις 6 Απριλίου όπου και η επιστροφή μας.
Συνοπτικά και από τις 29 του Οκτώβρη με τις πρώτες και εύστοχες βολές των πυροβόλων μας, από Αρσέκα, Ματίγλιστα, Κορυτσά, πήραν τα πρώτα μαθήματα οι Ιταλοί. Την επίθεσή τους την αρχική την καταστείλαμε.
Όταν είδαν τις οβίδες των 105 και 155 να πέφτουν στα μαγειρεία και στις αποθήκες τους, σε 5 μέρες φθάσαμε στην Κορυτσά χωρίς να βρούμε Ιταλό. Από την Κορυτσιά φύγαν νύχτα όταν είδαν τις οβίδες να πέφτουν στο αεροδρόμιο. Αυτά από μαρτυρίες των Ελλήνων της Κορυτσάς.
Η προέλασή μας ήταν ακάθεκτη όταν για λίγες ώρες μάθαμε ότι κάποιο αδύνατο σημείο της γραμμής μας στην Πίνδο διέτρεξαν οι ιταλικές φασιστικές δυνάμεις. Εκεί έπρεπε να είναι για να ιδούν οι ανθέλληνες ηττοπαθείς που διέδιδαν και διαδίδουν ακόμα ότι δεν πολεμούσαν οι Ιταλοί.
Για εκατοντάδες μέτρα οι εισβολείς δεν άφησαν τίποτε όρθιο. Εκατοντάδες αποτρόπαια εγκλήματα, σφαγιασμένα μικρά, γέροι, γριές και στρατιώτες, δεν υπήρχε ζωντανός κανένας Έλληνας.
Αυτή και μόνον η πράξη του πιστού φασιστικού στρατού του δικτάτορα Μουσολίνι μάς εμψύχωσε περισσότερο γιατί είχαμε να κάνουμε με έναν εχθρό όμοιο του Χίτλερ. Με μάχες και δυσκολίες από χιόνια -και από τον μόνιμο εχθρό, τις ψείρες- φτάσαμε Πρεμετή. Με χιόνια ενός μέτρου στα πεδινά και στους δρόμους στις 15-20 Γενάρη του 1941 φτάσαμε προ της Κλεισούρας.
Το πεζικό μας ήδη είχε φτάσει και πήρε μέρος δεξιά και αριστερά των βράχων της Κλεισούρας, περίμενε τις πρώτες βολές των πυροβόλων μας για να διαπιστώσουν πού βρίσκονται οι Ιταλοί. Πέρα από τα στενά της Κλεισούρας υπάρχει η μεγάλη πεδιάδα του Χάνι Μπαλαμπάν, αρκετά μεγάλη περίμετρο χιλιάδων μέτρων.
Από τα στενά της Κλεισούρας ξεκινούσε το μεγάλο όρος, η Τρυπισίνα, 1.500 – 2.000 μέτρων. Ύστερα από μάχες και σκληρά χτυπήματα των πυροβόλων μας, οι Ιταλοί εγκατέλειψαν τα στενά, πέρασαν τον κεντρικό δρόμο της πεδιάδας του Χάνι Μπαλαμπάν και σε βάθος 25-30 χιλιομέτρων φτάσαν στην κατάληξη του όρους Τρυπισίνα, Ψάρι και Δασωμένο Λόφο. Κρατούσαν το πρανές προς εμάς, ψηλά στις παρυφές του όρους Τρυπισίνα. Για να τους βγάλουμε από εκεί χρειάστηκαν τόσες οβίδες όσες είχαμε ρίξει σε όλη τη διάρκεια του πολέμου.
Αρχές του Φλεβάρη του 1941 γίναμε κυρίαρχοι όλης της πεδιάδας του Χάνι Μπαλαμπάν -περιμέτρου 50-60 χιλιομέτρων- και της Τρυπισίνας κι εκεί στήσαμε τις πινακίδες και βλέπαμε τους Ιταλούς τόσο μακριά σε βάθος όσο έβλεπαν τα όργανά μας.
Οι θέσεις μας αυτές ήταν και το τέλος της νικηφόρου πορείας μας. Οι Ιταλοί βρήκαν τις θέσεις αυτές που ήδη τις είχαν οχυρώσει σαν βασική τοποθεσία να κάνουν την τελευταία τους νικηφόρα -βέβαια και σίγουρη γι’ αυτούς- επίθεση.
Από τον Φλεβάρη του 1941 βρισκόμαστε εκεί από «άνωθεν» διαταγές με μάχες παρενόχλησης και μόνο οι Ιταλοί που είχαν άφθονο πολεμικό υλικό ρίχναν συνεχώς αδέσποτες. Τα δε αεροπλάνα τους περνούσαν ξυστά από τις κορυφές της Τρυπισίνας βάλλοντάς μας συνεχώς με τα μυδράλιά τους.
Στην πεδιάδα ρίχναν τις βόμβες αδέσποτα, ανενόχλητοι, μόνο από ορισμένα φυλάκιά μας τούς έριχνε με τα μυδράλιά του το πεζικό μας. Οι αδέσποτες βόμβες των αεροπλάνων βρήκαν τον δεκανέα σκοπευτή μας, τον αείμνηστο Νίκο Σταβρίδη από τη Λάρισα. Ήταν το πρώτο και μοναδικό θύμα.
Δύο μήνες περίπου τη βγάλαμε στις ίδιες θέσεις και παίρναμε όλα τα μέτρα μας για σίγουρη επίθεση των Ιταλών εναντίον μας, που αυτοί θα επέλεγαν μέρα και χρόνο. Οι προβλέψεις μας ήταν σωστές. Ο Μουσολίνι, φέροντας βαριά αυτή την ήττα, ηγήθηκε ο ίδιος σε αυτή την επίθεση στις 15-20 Μαρτίου του 1941. Ένας δρόμος χιλιομέτρων – πίσω από το Χάνι Μπαλαμπάν.
Γεμάτος κανόνια και τανκς, ό,τι είχε σύγχρονο, το διέθεσε σίγουρος ότι θα έσπαγε το συγκεκριμένο σημείο: Τρυπισίνα, Χάνι, Ψάρι και Δασωμένο Λόφο, που ήταν το μοναδικό πέρασμα και θα αιχμαλώτιζε όλες τις δυνάμεις μας.
Το δαιμόνιο πνεύμα του διοικητή μας Τουρίκη, σίγουρος ότι οι Ιταλοί θα τολμούσαν να σπάσουν το σημείο αυτό, είχε στρέψει τις κάννες 24 κανονιών ακριβώς εκεί που θα τολμούσαν να περάσουν, όπως ήταν παρατεταγμένοι σε δύο σειρές, μονάχα μια πυροβολαρχία είχαμε κατά μήκος του Δασωμένου Λόφου.
Το τι έγινε στο ξεκίνημα των Ιταλών δεν μπορεί να το συλλάβει ανθρώπινος νους. Εύστοχα όλες οι οβίδες -τα βλήματα- κάρφωναν ό,τι κινούνταν στον δρόμο αυτόν, γέμισε από σιδερικά και φωτιές. Οι δε δυνάμεις των Ιταλών που ήταν οχυρωμένες στον Δασωμένο Λόφο, -σίγουροι ότι τα τανκς και τα κανόνια τους θα έσπαγαν το βασικό και μοναδικό σημείο προσπέλασης, βγήκαν από τις θέσεις σε επίθεση και εκεί από Δασωμένος Λόφος έγινε «σπανός», με ξεφλουδισμένους κορμούς.
Μετά δύο μέρες ο Λόφος γέμισε άσπρες σημαίες των Ιταλών που ζητούσαν ανακωχή για να μαζέψουν τα θύματα. Αυτό ήταν το τελευταίο μάθημα που πήραν οι Ιταλοί και ο τελευταίος σταθμός μας.
Οι Γερμανοί και οι Βούλγαροι είχαν ήδη καταλάβει τα οχυρά μας στο Μπέλες. Και έτσι, 6-7 Μαρτίου 1941, χωρίς να μας ενοχλήσει κανείς, τα πήραμε όλα μαζί μας, όπλα, κανόνια και ψείρες. Και τα περάσαμε μέσα από τα σύνορά μας.
Για όλες αυτές τις θυσίες, τους αγώνες και τις νίκες ο λαός μας περίμενε από τις μεταπολεμικές ελληνικές κυβερνήσεις δικαίωση. Αλλά, αντίθετα, η υποτέλεια και η δειλία να σηκώσουν το ανάστημά τους για την προσφορά μας στον συμμαχικό αγώνα και να ζητήσουν αμοιβές, ελευθερία και δημοκρατία, για όλους, τους οδήγησαν σε εμφύλιο – ελληνικό σπαραγμό, με αποτέλεσμα να αμαυρώσουν την εικόνα της νίκης και να οδηγήσουν τους ήρωες της πατρίδας σε φυλακές, εξορίες και εκτελέσεις.
Ας προσέξουν οι νεοέλληνες κυβερνώντες αυτόν τον τόπο, ο λαός έχει μνήμη και κρίση. Να σταματήσει το παζάρι των πελατειακών σχέσεων και η εξαγορά συνειδήσεων, για να δουν και οι ίδιοι τη δύναμή τους και την αξία τους.
Χαρίλαος Πολύμερος, https://cpjournalist.wordpress.com

Viewing all articles
Browse latest Browse all 51840

Trending Articles



<script src="https://jsc.adskeeper.com/r/s/rssing.com.1596347.js" async> </script>