Η λέξη φοιτητής είναι λόγια λέξη που «επέστρεψε» στο λεξιλόγιο της ελληνικής έπειτα από μακρά περίοδο «σιγής» - μαζί με το επίθετο φοιτητικός - στα τέλη του 19ουαιώνα, ως απόδοση του γαλλικού étudiant.
Ωστόσο η λέξη είναι πολύ παλαιότερη· απαντά ήδη στον Πλάτωνα με έννοια όχι πολύ διαφορετική από τη σημερινή: ὁ πηγαίνων, ὁ ἐρχόμενος συχνά εἴς τι μέρος, μαθητής, μαθητευόμενος (πβ. το ομηρ. ρ. φοιτάω, -ῶ = μπαίνω και βγαίνω, τριγυρίζω, πάντοτε με τη σημασία ἤ τοῦ συχνοῦ και ἐπαναλαμβανομένου, ἤ τοῦ ἀσκόπου καί ἀβεβαίου, ἤ τοῦ ταχέως καί ἐν σπουδῇ βαδίσματος).
Φοιτῶ εἰς διδασκάλουή εἰς διδασκάλων (ενν. οἶκονή διδασκαλεῖον) – συχνά και κατά παράλειψη του προθετικού συνόλου – σημαίνει «πηγαίνω στο δάσκαλο, στο σχολείο».
Ετυμολογία
- φοιτητής< φοιτώ < αρχαία ελληνικήφοιτάω και φοιτέω
Σημασία
φοιτητήςαρσενικόουσιαστικό, φοιτήτρια θηλυκό ουσιαστικό- αυτός που σπουδάζει, φοιτά στο πανεπιστήμιο
- φοιτητήςτης Φιλοσοφικής/Ιατρικής/του Παιδαγωγικού Τμήματος/του Χημικού
- αιώνιος φοιτητής (αυτός που δεν παίρνει ποτέ ή αργεί πολύ να πάρει το πτυχίο του αλλά ειναι εγγεγραμμένος σε μια πανεπιστημιακή σχολή επί πολλά χρόνια)
- φοιτηταριό
- φοιτητικός
- φοιτώ
- φοίτηση
- φοιτητόκοσμος
- φοιτητριούλα
- φοιτητάκος
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | φοιτητής | φοιτητές |
γενική | φοιτητή | φοιτητών |
αιτιατική | φοιτητή | φοιτητές |
κλητική | φοιτητή | φοιτητές |
Για το e-didaskalia.blogspot.gr
Αποστόλης Ζυμβραγάκης
Φιλόλογος
Βρείτε περισσότερες σημασίες λέξεων εδώ.