Η Ελλάδα υπήρξε το πρώτο συνδεδεμένο κράτος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας. Αποτέλεσε στρατηγική επιλογή και βασική επιδίωξη των ελληνικών κυβερνήσεων υπό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή κατά την περίοδο 1955-1961. Από αρκετούς θεωρείται σήμερα πως η τελική προσχώρηση της Ελλάδας στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες το 1979-1981 αποτέλεσε την υλοποίηση της από το 1961 απόφασης για τη συνεργασία με την ΕΟΚ , η οποία ανεστάλη από τη δικτατορία των συνταγματαρχών.
Ιστορικό
Η επιλογή για συμμετοχή στην ΕΟΚ και όχι στην ΕΖΕΣ (Ευρωπαϊκή Ζώνη Ελευθέρων Συναλλαγών), που αποτελούσε το αντίπαλον δέος και βρισκόταν υπό τη βρετανική ηγεσία, ήταν πολύ πιο ελκυστική. Βασικός λόγος ήταν πως η Ελλάδα δεν μπορούσε να συμμετάσχει σε μια Κοινότητα βαριάς βιομηχανίας (γιατί δεν είχε), αλλά μπορούσε να συμμετάσχει σε μια Κοινή Αγορά. Επιπλέον, η ΕΟΚ έδινε έμφαση στο ζήτημα αγροτικών προϊόντων, που ήταν ζήτημα ζωτικής σημασίας για την Ελλάδα.
Στις μακρές διαπραγματεύσεις, βασικό ρόλο, εκτός του Πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή, διεδραμάτισαν ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος (Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης), ο Ευάγγελος Αβέρωφ (Υπουργός Εξωτερικών), ο Ξενοφών Ζολώτας (Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος) και ο Γιάγκος Πεσμαζόγλου (επικεφαλής της ελληνικής αντιπροσωπείας). Σημαντική ήταν και η συνεισφορά καθ’ όλο το προηγούμενο διάστημα έως και το 1958, οπότε και βρέθηκε εκτός Κυβερνήσεως, του Παναγή Παπαληγούρα, ο οποίος είχε ασχοληθεί ακαδημαϊκά με το αντικείμενο της ευρωπαϊκής ενοποίησης επί μακρόν. Στις 30 Μαρτίου 1961 εξαγγέλθηκε, με κοινό ανακοινωθέν, η επίτευξη οριστικής συμφωνίας για τη Σύνδεση της Ελλάδας με την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα υπό τη μορφή τελωνειακής ένωσης, σε συνδυασμό με την ειδική πρόβλεψη μεταβατικής περιόδου. Η συμφωνία συνοδευόταν από αριθμό συνημμένων πρωτοκόλλων, με αντικείμενο την αντιμετώπιση των ιδιαιτέρων προβλημάτων της ελληνικής οικονομίας. Παράλληλα, προβλεπόταν η χρηματοδοτική βοήθεια με σκοπό την επιτάχυνση της οικονομικής ανάπτυξης και την ταχύτερη δυνατή εξυπηρέτηση του βιοτικού επιπέδου του ελληνικού λαού. Οι όροι της σύνδεσης, τέλος, είχαν διαμορφωθεί ώστε η Ελλάδα, με προϋπόθεση την επίτευξη ικανοποιητικής προόδου, να ενταχθεί μελλοντικά στους κόλπους της Κοινότητας ως πλήρες και ισότιμο μέλος.
Μεταβατική περίοδος
Ειδικότερα οριζόταν μεταβατική περίοδος συνολικής διάρκειας είκοσι δύο ετών, στο διάστημα των οποίων προβλεπόταν η κατάργηση στην Ελλάδα των εισαγωγικών δασμών και όλων των περιοριστικών μέτρων σε βάρος της ελεύθερης κυκλοφορίας βιομηχανικών προϊόντων των Κοινοτικών χωρών. Αντίστοιχα, τα μέλη της Κοινότητας θα καταργούσαν δασμούς και περιοριστικά μέτρα σε βάρος των ελληνικών προϊόντων σε διάστημα δώδεκα ετών –ενδεχομένως και νωρίτερα. Η Ελλάδα επιφορτιζόταν με την υποχρέωση να υιοθετήσει σταδιακά το κοινό εξωτερικό δασμολόγιο της ΕΟΚ σχετικά με εισαγόμενα βιομηχανικά αγαθά από τρίτες χώρες και να αποδεχθεί, υπό έκτακτες περιστάσεις, ρήτρες διασφάλισης για τη μεταβατική περίοδο. Στον τομέα της γεωργίας, η Κοινότητα καταργούσε αυτόματα τους δασμούς στα κύρια εξαγώγιμα ελληνικά προϊόντα. Παράλληλα, καθοριζόταν η διαδικασία για την εναρμόνιση της αγροτικής πολιτικής της Ελλάδας με την Κοινή Αγροτική Πολιτική της Κοινότητας κατά την επικείμενη εφαρμογή της κατά προϊόν, ώστε να εξασφαλισθεί η ισότητα στη μεταχείριση των προϊόντων των κρατών μελών και των παρεμφερών ελληνικών προϊόντων στις αγορές των συμβαλλομένων μερών. Το ποσό, τέλος, της οικονομικής χορηγίας προς την Ελλάδα, υπό μορφής δανείου από την Ευρωπαϊκή τράπεζα Επενδύσεων, ανερχόταν σε 125 εκατομμύρια δολάρια για περίοδο πέντε ετών.
Συμφωνία συνδέσεως
Η Συμφωνία συνδέσεως υπογράφηκε στην Αθήνα στις 9 Ιουλίου 1961, κυρώθηκε από τη Βουλή των Ελλήνων στις 28 Φεβρουαρίου 1962 και τέθηκε σε ισχύ την 1η Νοεμβρίου του ίδιου έτους. Η συνομολόγησή της έγινε θετικά δεκτή από τις πολιτικές δυνάμεις στο σύνολό τους, με την εξαίρεση της ΕΔΑ, ριζικά αντίθετης τόσο στον γενικό προσανατολισμό όσο και στο περιεχόμενο της συμφωνίας. Πέραν της αριστεράς και της ακροδεξιάς, μεμονωμένες ήταν οι αντιδράσεις από άλλες προσωπικότητες - όπως του Ευάγγελου Παπανούτσου (που την αποκάλεσε «νέα αποικιοκρατία»), στον οποίο ανταπάντησαν οι Γεώργιος Θεοτοκάς, Κωνσταντίνος Τσάτσος και Γιάγκος Πεσμαζόγλου. Αντίθετα, ζωηρή υπήρξε η αίσθηση ότι με την προσχώρηση στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες διανοιγόταν μια νέα προοπτική, πηγή ελπίδων και πρόκληση ταυτόχρονα.
Χαρακτηριστικός υπήρξε ο λόγος του Έλληνα Πρωθυπουργού, Κωνσταντίνου Καραμανλή, ο οποίος έμελλε 17 χρόνια μετά, το 1979, να υπογράψει και τη Συνθήκη Προσχώρησης της Ελλάδα στην ΕΟΚ: «Εις την συνείδησιν των Ελλήνων, η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότης δεν συνιστά απλώς μίαν οικονομικήν κοινοπραξίαν, αλλά αποτελεί οντότητα με ευρυτέραν πολιτικήν αποστολήν και σημασίαν. Εάν πρώτοι επεδιώξαμεν την μετά της Κοινότητος Σύνδεσιν, ας επράξαμεν τούτο εμπνεόμενοι από την πίστιν ότι η οικονομική ενοποίησης της Ευρώπης θα οδηγήση εις την ουσιαστικήν ευρωπαϊκήν ενότητα και δι’ αυτής εις την ενίσχυσιν της δημοκρατίας και της ειρήνης εις ολόκληρον τον κόσμον.» Πράγματι, μέχρι το 1967, εφαρμόσθηκαν οι διατάξεις που αφορούσαν ρυθμίσεις δασμολογικού και εμπορικού χαρακτήρα σχετικά με τα βιομηχανικά και αγροτικά προϊόντα και οργανώθηκε η απορρόφηση των διαθεσίμων πόρων του χρηματοδοτικού πρωτοκόλλου.
Ωστόσο, η πορεία της Ελλάδας προς την συμμετοχή στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, βάσει των αρχών των κυβερνήσεων Καραμανλή, θα ανασταλεί με την επιβολή της δικτατορίας (1967-1974), όπου και επισήμως σταμάτησε η λειτουργία των κυρίων μηχανισμών της Συμφωνίας Σύνδεσης, καθόσον το απολυταρχικό καθεστώς ήταν ασύμβατο με τις αρχές της ΕΟΚ.
Μετά την αποκατάσταση της Δημοκρατίας, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ως πρωθυπουργός και πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας, συνέχισε την αυτή πορεία, μέχρι το 1979, οπότε με τη Σύμβαση Προσχώρησης η Ελλάδα τελικώς έγινε πλήρες μέλος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας την 1η Ιανουαρίου 1981, ημερομηνία κατά την οποία έπαυσε η ισχύς και της Συμφωνίας σύνδεσης.