Η Υπόθεση Πατσίφικο ήταν μια διπλωματική και πολιτική κρίση μεταξύ Ελλάδας και Βρετανίας το 1847-1850 που ανέκυψε με αφορμή την επίθεση το 1849 του αθηναϊκού όχλου κατά της περιουσίας του βρετανικής υπηκοότητας Εβραίου Δον Πατσίφικο, προξένου της Πορτογαλίας. Η κυβέρνηση είχε απαγορεύσει τη χρονιά εκείνη για πρώτη φορά το «κάψιμο του Εβραίου» ή του «Ιούδα», πασχαλινό έθιμο κατά το οποίο έκαιγαν αχυρένιο ομοίωμα Εβραίου. Με αφορμή την απαγόρευση αυτήν όχλος επιτέθηκε στον Εβραίο Δον Πατσίφικο, εισέβαλε στο σπίτι του και προξένησε καταστροφές. Ο Πατσίφικο ζήτησε υπέρογκο ποσό ως αποζημίωση από το ελληνικό κράτος αλλά δεν ικανοποιήθηκε και τότε στράφηκε στη βρετανική κυβέρνηση. Η υπέρμετρη αντίδραση της Βρετανίας, που κορυφώθηκε με τον ναυτικό αποκλεισμό της χώρας από το Βρετανικό Ναυτικό το 1850 και την κατάσχεση ελληνικών πλοίων στο Αιγαίο, ώστε να αναγκαστεί η Ελλάδα να καταβάλει αποζημίωση, αποτελεί πρωτοφανή στην ιστορία των διεθνών σχέσεων αναίτια επίδειξη ισχύος και αμφισβήτηση της κυριαρχίας κυρίαρχου κράτους και έχει παραμείνει κλασικό παράδειγμα στρατηγικής καταναγκασμού μέσω της "διπλωματίας της κανονιοφόρου". Η κρίση έληξε ύστερα από παρέμβαση των άλλων δύο προστάτιδων δυνάμεων του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, της Γαλλίας και της Ρωσίας και αφού η Ελλάδα δέχτηκε ισχυρό οικονομικό πλήγμα. Ο βρετανικός ναυτικός αποκλεισμός έμεινε στην ιστορία ως Παρκερικά, από το όνομα του Βρετανού ναυάρχου.
Παρκερικά ή Πατσιφικά ή Υπόθεση Πατσίφικο (όρος που δόθηκε από την γαλλική διπλωματία, κατά το υπόθεση Ντρέιφους), ονομάσθηκαν, από τους Έλληνες, τα υπέρογκα ενάντια της Ελλάδας πιεστικά εκ μέρους της Αγγλίας μέτρα, (ναυτικός αποκλεισμός, απαγόρευση καταπόπλων πλοίων, με κίνδυνο κατάσχεσης αυτών κ.λπ.) που λήφθηκαν τον Ιανουάριο του 1850, εξ αφορμής επεισοδίου που σημειώθηκε στην Αθήνα σε βάρος του Ισπανοεβραίου και Άγγλου υπηκόου Δαυίδ Πατσίφικο, πρώην Προξένου της Πορτογαλίας και στη συνέχεια τοκογλύφου. Η ονομασία προήλθε από το όνομα του Άγγλου ναυάρχου Ουΐλιαμ Πάρκερ που και εφάρμοσε τα μέτρα αυτά, κατά διαταγή του τότε υπουργού των εξωτερικών της Αγγλίας Πάλμερστον, ώστε να αναγκαστεί η Ελλάδα να καταβάλει την εξαιρετικά υπέρογκη αποζημίωση.
Γεγονός όμως υπήρξε ότι έναντι των μέτρων εκείνων πάντες οι Έλληνες από του Βασιλέως μέχρι και του τελευταίου εργάτη επέδειξαν γενναία ψυχραιμία και οι δε πληγέντες από τα μέτρα αυτά κυρίως έμποροι και ναυτιλλόμενοι στον Πειραιά τάχθηκαν όλοι στο πλευρό της ελληνικής Κυβέρνησης επιδοκιμάζοντας την στάση της.
Τελικά μετά από διπλωματικά επεισόδια μεταξύ Γαλλίας και Αγγλίας και της παρέμβασης της Ρωσίας ο ναυτικός αποκλεισμός ήρθη στις 15 Απριλίου του 1850 όπου και το ζήτημα της αποζημίωσης του Πατσίφικο παραπέμφθηκε σε διεθνή διαιτησία.
Τελικά μετά από διπλωματικά επεισόδια μεταξύ Γαλλίας και Αγγλίας και της παρέμβασης της Ρωσίας ο ναυτικός αποκλεισμός ήρθη στις 15 Απριλίου του 1850 όπου και το ζήτημα της αποζημίωσης του Πατσίφικο παραπέμφθηκε σε διεθνή διαιτησία.
Ο πρωταγωνιστής
Ο Δαυίδ ή Νταβίντ Πατσίφικο ήταν Ισπανοεβραίος ή πορτογαλοεβραίος (Γιβραλτάρ 1784-1854 Λονδίνο), τυχοδιώκτης που εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα το 1836 ως Πρόξενος της Πορτογαλίας στην Αθήνα από το 1836 ως το 1842 οπότε και παύθηκε συνεπεία καταχρήσεων. Στη συνέχεια προσκολλήθηκε στο κύκλο της Δούκισσας της Πλακεντίας που έζησε για κάποιο διάστημα με βοηθήματά της. Στη συνέχεια επιδόθηκε στη τοκογλυφία με άγνωστους πόρους.
Διαμένοντας τότε επί της οδού Καραϊσκάκη, της συνοικίας Ψυρρή, (Αθήνα), έγινε παραίτιος οχλοκρατικού επεισοδίου σε βάρος του, λόγω ασέβειας που επέδειξε κατά την εκφορά του επιταφίου του Ιερού Ναού Αγίου Φιλίππου και του επακόλουθου εθίμου της καύσης ομοιώματος του Ιούδα. Συγκεκριμένα το έτος εκείνο (1849) πρωτοαπαγορεύθηκε το έθιμο αυτό μετά την εκφορά του Επιταφίου, τουλάχιστον στην Αθήνα λόγω της έκτακτης τότε επίσημης επίσκεψης του Γάλλου τραπεζίτη Ρότσιλντ. Έτσι ο αθηναϊκός λαός ανέβαλε τη τέλεση του εθίμου για την Δευτέρα του Πάσχα, στη πλατεία Ηρώων (στου Ψυρή). Όταν όμως επενέβη η αστυνομία και ακολούθησαν ταραχές, διερχόμενο το πλήθος προ της οικίας του Πατσίφικο είτε προκαλούμενο απ'τον ίδιο είτε θεωρώντας αυτόν ως υπαίτιο της απαγόρευσης επιτέθηκε στη οικία του προκαλώντας καταστροφές, ο ίδιος δε μόλις που διασώθηκε από τη μανία του πλήθους και κατέφυγε στη αγγλική πρεσβεία, έχοντας πρόσφατα αποκτήσει την αγγλική υπηκοότητα. Ιδιαίτερα άξιο προσοχής είναι ότι αμέσως το πρωί της επομένης του συμβάντος ο τότε Άγγλος πρεσβευτής Σερ Έντμοντ Λάιονς προέβη σε διάβημα προς το ελληνικό Υπουργείο των Εξωτερικών για την καταβολή αποζημίωσης στον θιγέντα με το αστρονομικό για τα τότε δεδομένα ποσό των 886.736 δραχμών και 57 λεπτών. Τότε η ελληνική κυβέρνηση βεβαίως αρνήθηκε θεωρώντας ότι το θέμα ανήκει στη Δικαιοσύνη.
Η άρνηση αυτή έδωσε την ευκαιρία στον τότε Υπουργό Εξωτερικών της Αγγλίας Πάλμερστον να ζητήσει από την Ελληνική Κυβέρνηση την άμεση καταβολή της αποζημίωσης για τις καταστροφές που υπέστη ο Πατσίφικο, χωρίς να είχε γίνει ούτε στοιχειώδης καταγραφή. Το ποσό αυτό είχε κριθεί πολλαπλάσιο ακόμη και της αξίας των τότε ανακτόρων (της Πλατείας Κλαυθμώνος). Επειδή και τότε η ελληνική κυβέρνηση δεν συναίνεσε σε αυτό, άνευ δηλαδή της δικαστικής οδού, ο Πάλμερστον έφθασε στο πρωτόγνωρο για τα τότε διεθνή δρώμενα να διατάξει τον αγγλικό στόλο να προβεί σε ναυτικό αποκλεισμό του Ελληνικού Βασιλείου και ακόμη την κατάσχεση πολεμικών και εμπορικών πλοίων, γεγονότα που έμειναν γνωστά ως Παρκερικά κατά το ωμότερο και βιαιότερο τρόπο προκειμένου να πετύχει τους στόχους του, δηλαδή την επιβολή φιλοβρετανικής πολιτικής στην Ελλάδα και την μεταβολή της ακολουθούμενης τότε φιλορωσικής πολιτικής.
Ο Αγγλικός ναυτικός αποκλεισμός δεν αφορούσε μόνο την υπόθεση Πατσίφικο. Είχε ακόμη και εδαφικές διεκδικήσεις στο όνομα του Κράτους των Ιονίων νησιών που κηδεμόνευε παράνομα η Αγγλία, συγκεκριμένα, διεκδικούσε από την Ελλάδα τα νησιά Σαπιέντζα και Ελαφόνησο,και επίσης, απαιτούσε:
- Αποζημίωση για έξι πλοιάρια που ληστεύθηκαν.
- Ικανοποίηση για καθύβριση της Αγγλικής σημαίας και ασέβεια προς τον Άγγλο πρόξενο Μπόυντ.
- Αποζημίωση για δυο κακοποιημένους Επτανήσιους στον Πύργο.
- Αποζημίωση για τον αγρό του Φίνλεϊ που περιλήφθηκε χωρίς αποζημίωση στον Βασιλικό Κήπο.
Με την αιτηθείσα επέμβαση όμως των Μεγάλων Δυνάμεων της Ρωσίας και της Γαλλίας και ιδιαίτερα με την αποχώρηση του Γάλλου πρέσβη από το Λονδίνο η υπόθεση πλησίασε στο τέλος της.
Αξίζει να αναφερθεί η μνεία του Μακρυγιάννη στα γεγονότα αυτά, που αποδίδει το λαϊκό αίσθημα και τον σοβαρό τους αντίκτυπό: "...και ένας μεγάλος στόλος των σκύλων μας έχουν μπλόκον οπούναι περίπου από τρεις μήνες και μας πήραν όλα τα καράβια και μας κατακερμάτισαν όλο το εμπόριο και τζαλαπάτησαν την σημαίαν μας και πεθαίνουν της πείνας οι ανθρώποι των νησιών και εκείνοι οπούχουν τα καράβια τους γκιζερούν εις τους δρόμους και κλαίνε με μαύρα δάκρυα..."
και αλλού γράφει:
"....ήρθε ο Πάκερ [Πάρκερ] (sic) με όλο το στόλο του, ο ναύαρχος της Αγγλίας, και μας μπλοκάρισαν κάμποσον καιρόν. Τότε με διόρισαν αρχηγό κι ενώθηκα με όλους τους Αθηναίους. και πήγα και μίλησα του αξιοσέβαστου Γκενεράλ Τζούρτζη και τον παρακάλεσα με δάκρυα να πάη να μιλήσει του Πάκερ. Τότε ο Γκενεράλης πήγε και μίλησε. Ο Βασιλέας και η Κυβέρνηση μου έστειλαν τον Γαρδικιώτη και μου είπαν να βαρέσω ντουφέκι. Τους είπα, ντουφέκι δεν βαρώ, ότι όσα κανόνια έχει ο Πάκερ, δεν έχομε ντουφέκια εμείς...".
Ο οικονομικός λόγος της Αγγλικής επέμβασης ήταν πως η Αγγλία άρχισε να νοιώθει τον ισχυρό ανταγωνισμό του Ελληνικού Εμπορικού Ναυτικού, που ήδη είχε γίνει πρώτη σημαία στην Δουνάβια ναυσιπλοΐα, που τότε ήταν σημαντική εμπορική οδός.
Ορίστηκε επιτροπή διαιτησίας η οποία και εξακρίβωσε πως η ζημία που τελικά είχε υποστεί ο Πατσίφικο ήταν μόλις 3.750 δραχμές, με αρκετές αμφιβολίες, αφού και ο ίδιος δεν μπόρεσε να αποδείξει το τρόπο απόκτησης των καταλογιζομένων ειδών. Έτσι αφενός η ελληνική κυβέρνηση κατέβαλε στον Πατσίφικο το ποσόν των 3.750 δραχμών και αφετέρου επεστράφη σε αυτήν το υπόλοιπο ποσό εκ 330.000 δραχμών που είχε εν τω μεταξύ καταθέσει στην Αγγλία, ως εγγύηση, για την άρση τουλάχιστον του αποκλεισμού.
Στην Αγγλία το θέμα συζητήθηκε στην Βουλή των Λόρδων όπου καταδικάστηκε η ενέργεια του πρωθυπουργού, ενώ η Βουλή των Κοινοτήτων αναίρεσε την απόφαση. Ο Πάλμερστον υπερασπίστηκε τις ενέργειές του όχι μόνο για την συγκεκριμένη υπόθεση αλλά για την γενικότερη εξωτερική πολιτική του, που υιοθετούσε την υπεράσπιση οποιουδήποτε Βρετανού πολίτη με όλα τα μέσα, με μια ομιλία πέντε ωρών γνωστή ως Civis Romanus sum (Είμαι Ρωμαίος πολίτης). Η Βασίλισσα Βικτωρία της Αγγλίας απέστειλε σχετικό έγγραφο στον Πρωθυπουργό θεωρώντας τον εν λόγω υπουργό ως κύριο υπαίτιο της εις βάρος της Αγγλίας αποδιδόμενη διεθνή δυσφορία αλλά και κοινοποιώντας την απαγόρευση πλέον οποιασδήποτε ενέργειας επί εξωτερικών σχέσεων χωρίς την προηγούμενη έγκρισή της.
Μετά το τέλος της υπόθεσης ο Πατσίφικο εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο.