Ο Γεώργιος Παπαδόπουλος (Ελαιοχώρι Αχαΐας, 5 Μαΐου 1919 - Αθήνα, 27 Ιουνίου 1999) ήταν Έλληνας αξιωματικός, πραξικοπηματίας και πρωτεργάτης της κατάλυσης της ελληνικής δημοκρατίας την περίοδο 1967-1974 καθιστώντας τον εαυτό του ηγέτη της τότε στρατιωτικής κυβέρνησης, γνωστής ως Χούντα των Συνταγματαρχών. Διοίκησε δικτατορικά από διάφορες θέσεις, ως υπουργός, πρωθυπουργός, αντιβασιλέας και πρόεδρος δημοκρατίας. Στην επίσημη προπαγάνδα του χουντικού καθεστώτος αναφερόταν ως «Αρχηγός της Επανάστασης» και «Πρόεδρος της Εθνικής Κυβερνήσεως». Μετά την αποκατάσταση της Δημοκρατίας, οδηγήθηκε σε δίκη και καταδικάστηκε σε θάνατο, ποινή που μετατράπηκε με απόφαση της κυβέρνησης σε ισόβια δεσμά. Κατά τη διάρκεια του Ελληνοϊταλικού πολέμου συμμετείχε στο αλβανικό μέτωπο, ενώ αργότερα κατηγορήθηκε ότι στη διάρκεια της Κατοχής ήταν στα Τάγματα Ασφαλείας. Μεταπολεμικά πήγε στην Αμερική για να εκπαιδευθεί σε θέματα πληροφοριών, και έγινε πράκτορας της CIA.
Την 1η Ιουλίου του 1973 σε άρθρο της εφημερίδας Observer εμφανίστηκε ο ισχυρισμός από ανώνυμη πηγή της εφημερίδας ότι ο Παπαδόπουλος ήταν έμμισθος πράκτορας της CIA. Στο άρθρο του Observer παραπέμπει και το άρθρο του Political Science quarterly, vol 89, 3-4, 1974 Σε επίσημη ακρόαση στην Αμερικάνικη Γερουσία, η CIA αρνήθηκε ότι ο Γ. Παπαδόπουλος υπήρξε ποτέ πράκτοράς της, και ισχυρίστηκε ότι η οποιαδήποτε σχέση είχαν αυτή ήταν στα πλαίσια της πάγιας συνεργασίας (από την εποχή του εμφυλίου πολέμου) CIA και ΚΥΠ την περίοδο που ο Παπαδόπουλος υπηρετούσε στην ΚΥΠ. Στην ίδια ακρόαση ενώπιον της Γερουσίας ο διευθυντής της CIA ισχυρίστηκε ότι ο Παπαδόπουλος ουδέποτε εκπαιδεύτηκε στις ΗΠΑ (από την CIA).
Βιογραφία
Ο Γεώργιος Παπαδόπουλος γεννήθηκε στο Ελαιοχώρι Αχαΐας, με πατέρα τον δάσκαλο του χωριού Χρήστο Παπαδόπουλο και μητέρα τη Χρυσούλα, η οποία είχε μείνει χήρα από τον πρώτο της άνδρα, ο οποίος είχε σκοτωθεί στους Βαλκανικούς Πολέμους, ενώ είχε ήδη και ένα παιδί, τον Τάκη Βαγενά. Ο πατέρας του Χρήστος ήταν στενός φίλος και πολιτικός οπαδός του Γεωργίου Παπανδρέου. Μάλιστα, ο πατέρας του δικτάτορα πολλές φορές ενεργούσε και ως «κομματάρχης» του Παπανδρέου στα γύρω χωριά. Ο Στυλιανός Παττακός έχει υποστηρίξει ότι ο δικτάτορας ήταν και βαφτισιμιός του Γεωργίου Παπανδρέου, αλλά αυτό έχει αμφισβητηθεί. Ο Γεώργιος Παπανδρέου έδειξε μεγάλη ανοχή στον Παπαδόπουλο το 1965 στην προβοκάτσια με το σαμποτάζ του Έβρου, λόγω της φιλίας του με τον πατέρα του μετέπειτα πραξικοπηματία. Μάλιστα ο Χρήστος Παπαδόπουλος πήγε προσωπικά στο πρωθυπουργικό γραφείο να παρακαλέσει τον Γεώργιο Παπανδρέου για τον γιο του. Ήταν ο μεγαλύτερος από τα άλλα δύο αδέλφια της οικογένειας, τον Κωνσταντίνο και τον Χαράλαμπο. Τελειώνοντας το Γυμνάσιο το 1937, εισήχθη στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων όπου παρακολούθησε τριετή εκπαίδευση μέχρι το 1940. Αποφοίτησε ως ανθυπολοχαγός πυροβολικού (7-8-1940). Ήταν πτυχιούχος της Ανωτέρας Σχολής Πολέμου. Παντρεύτηκε το 1942 τη Νίκη Βασιλειάδη και απέκτησε δύο παιδιά μαζί της, τον Χρήστο και τη Χρυσούλα. Το 1969 πήρε διαζύγιο το οποίο εκδόθηκε με κοινή υπαιτιότητα και εν συνεχεία παντρεύτηκε τη Δέσποινα Γάσπαρη (υπάλληλο του Υπουργείου Εθνικής Αμύνης), με την οποία απέκτησε μία κόρη, την Υπερμαχεία.
Άνοδο
Οι απόφοιτοι της Σχολής Ευελπίδων της τάξης του 1940 σύντομα θα εισέρχονταν στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στις 28 Οκτωβρίου 1940 όταν ο Ιωάννης Μεταξάς είπε το ιστορικό «OXI» στις ιταλικές δυνάμεις για την παράδοση της χώρας στον Μπενίτο Μουσολίνι και ξεκίνησε ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος, συμμετείχε σε αυτόν ως διοικητής ουλαμού πυροβολικού και στη συνέχεια κατά των Γερμανών στις 6 Απριλίου 1941. Με την έναρξη της κατοχής, τον Απρίλιο του 1941 εγγράφεται στη σχολή πολιτικών μηχανικών του Πολυτεχνείου, χωρίς να αποφοιτήσει. Το 1943 ξεκινά η συνεργασία του με τους Ναζί: όταν συγκροτήθηκαν τα Τάγματα Ασφαλείας από τους κατακτητές, προσκλήθηκε και συμμετείχε ως οργανωτής στο Τάγμα της Πάτρας που τελούσε υπό τη διοίκηση του συνταγματάρχη Κουρκουλάκου. Παράλληλα, εντάσσεται στην οργάνωση Μίδας 614 του συνταγματάρχη Τσιγάντε, και μετά την διάλυσή της στην «Οργάνωση Χ» του Γεωργίου Γρίβα. Το 1944, με τη βοήθεια των βρετανικών μυστικών υπηρεσιών, διέφυγε στη Μέση Ανατολή, όπου και του απονεμήθηκε ο βαθμός του υπολοχαγού. Κατά την εκεί παραμονή του πιθανολογείται η ένταξή του στην αντιδημοκρατική και αντικομουνιστική ομάδα ΕΝΑ (Ένωση Νέων Αξιωματικών), της οποίας ηγετικό στέλεχος ήταν ο αντισυνταγματάρχης Καραγιάννης. Το 1945 όταν επανήλθε στην Ελλάδα και η οργάνωση ΕΝΑ και άλλες συγχωνεύτηκαν στον ΙΔΕΑ ο Γ. Παπαδόπουλος εντάχθηκε από τους πρώτους σ΄ αυτόν. Στη συνέχεια έλαβε μέρος στον εμφύλιο πόλεμο (1946-1949) και τιμήθηκε με χρυσό αριστείο ανδρείας, μετάλλιο εξαίρετων πράξεων και πολεμικό σταυρό. Κατά τη δεκαετία του '50 υπηρέτησε σε διάφορες μονάδες σε υψηλή θέση και μετεκπαιδεύτηκε στις ΗΠΑ. Όπως αποκάλυψε ο Αμερικανός δημοσιογράφος David Binder, χωρίς να τολμήσει να τον διαψεύσει το δικτατορικό καθεστώς, ο Παπαδόπουλος ήταν πράκτορας της CIA και εισέπραττε παχυλό μισθό ήδη από το 1952.
Ο Γ. Παπαδόπουλος τοποθετήθηκε στην ΚΥΠ (1959-1964) και το 1961 ως αντισυνταγματάρχης της ΚΥΠ, και αρχηγός από το 1961 της παράνομης οργανώσεως Ένα στον Στρατό, είχε συμμετάσχει στη διαμόρφωση του σχεδίου «Περικλής», που είχε ως στόχο την άσκηση συστηματικής βίας για τη μείωση της επιρροής της ΕΔΑ. Ο στόχος εξειδικευόταν ως εξής: "Ενδεικνυόμενα μέτρα, ώστε ο κομμουνισμός εις το εγγύς μέλλον να υποστή κάμψιν και το ποσοστόν του να κατέλθη εις επίπεδα κάτω του 20%". Η συμμετοχή του αποκαλύφθηκε στις 23 Φεβρουαρίου 1965 από τον τότε πρωθυπουργό Γ. Παπανδρέου. Οι αποκαλύψεις βασίστηκαν σε ανακριτικό πόρισμα του αντιστράτηγου Χ. Λουκάκη, σύμφωνα με τις οποίες η διαμόρφωση του σχεδίου "Περικλής" (είχε συνταχθεί ήδη από το 1959 επί Καραμανλή από την ΚΥΠ) ολοκληρώθηκε στις 12 Αυγούστου 1961, σε ειδική συνεδρίαση της δευτεροβάθμιας επιτροπής πληροφοριών και διαφωτίσεως του ΓΕΕΘΑ, υπό την προεδρία του Α/ΓΕΣ Β. Καρδαμάκη.
Η υπόθεση του σαμποτάζ του Έβρου
Στις αρχές του Ιουνίου 1965, ο Παπαδόπουλος βρισκόταν υπό πίεση λόγω των ανακρίσεων της Στρατιωτικής Δικαιοσύνης για την υπόθεση του "Σχεδίου Περικλής". Στις 11 Ιουνίου, δύο ημέρες μετά την άσκηση δίωξης για την υπόθεση αυτή, ξέσπασε η υπόθεση του «σαμποτάζ του Έβρου».
Συγκεκριμένα, οχήματα της 117ης ΜΠΠ (Μοίρας Πεδινού Πυροβολικού), η οποία έδρευε στην Ορεστιάδα και είχε διοικητή τον τότε αντισυνταγματάρχη Γ. Παπαδόπουλο, είχαν ακινητοποιηθεί λόγω βλαβών από κακή συντήρηση. Ο Παπαδόπουλος βρέθηκε υπό την πίεση των προϊσταμένων του στρατηγών Τσολάκα, Μανέτα και Βαρδουλάκη οι οποίοι ζητούσαν εξηγήσεις για τις βλάβες. Απολογούμενος, ο Παπαδόπουλος απέδωσε τα προβλήματα στην εντατική χρήση των φορτηγών αλλά και σε ενδεχόμενη δολιοφθορά (σαμποτάζ) για την οποία θα προχωρούσε σε έρευνες. Στη συνέχεια, έστησε προβοκάτσια σε συνεργασία με το τμήμα Α2 της μονάδας, αξιωματικός του οποίου παρακίνησε έναν στρατιώτη με γονείς αριστερών φρονημάτων να προκαλέσει βραχυκύκλωμα σε ένα όχημα. Ο στρατιώτης συνελήφθη την ώρα της δολιοφθοράς ενώ την επόμενη μέρα συνελήφθησαν και άλλοι φαντάροι, στα οχήματα των οποίων είχαν παρουσιαστεί βλάβες. Μετά από σειρά βίαιων ανακρίσεων με χρήση βασανιστηρίων, ο Παπαδόπουλος πρόβαλε τη θεωρία της κομμουνιστικής συνωμοσίας, οργανωμένης από παράνομο μηχανισμό του ΚΚΕ. Την ίδια ημέρα που ο Παπαδόπουλος έστειλε το πόρισμα στο ΓΕΣ, και πριν καν αυτό φτάσει στον προορισμό του, τρεις εφημερίδες του δεξιού πολιτικού χώρου (Ακρόπολις, Εθνικός Κήρυξ, Ελληνικός Βορράς) δημοσίευσαν με μεγάλους τίτλους την είδηση. Στην τρίτη μόνο από αυτές, το ρεπορτάζ ανέφερε εσφαλμένα ότι, σύμφωνα με το πόρισμα, χρησιμοποιήθηκε ζάχαρη για το σαμποτάρισμα τεθωρακισμένων. Αποτέλεσμα του συγκεκριμένου δημοσιεύματος ήταν να δημιουργηθεί ένας αρκετά διαδεδομένος σχετικός μύθος, παρ'όλο που το ίδιο το Υπουργείο Άμυνας επίσημα διέψευσε τα περί ζάχαρης και τεθωρακισμένων.
Στις επόμενες ημέρες ένα όργιο φημών κυριάρχησε στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων και ακολούθησαν συλλήψεις συγγενών των στρατιωτών που φέρονταν αναμεμειγμένοι στη δολιοφθορά. Όμως σύντομα οι τακτικοί ανακριτές της στρατιωτικής δικαιοσύνης (ο λοχαγός Νικόλαος Νικολαΐδης και ο βασιλικός επίτροπος αντισυνταγματάρχης Κωνσταντίνος Γκόπης) θεώρησαν ότι οι ομολογίες των στρατιωτών ήταν προϊόν βασανισμών, απαλλάσσοντας τελικά τους περισσότερους από τους συλληφθέντες. Στις 20 Ιουλίου, ασκήθηκε δίωξη κατά των αξιωματικών που ήταν φυσικοί αυτουργοί των βασανισμών, και εναντίον του Παπαδόπουλου για ηθική αυτουργία. Τελικά ο Παπαδόπουλος απαλλάχθηκε από τον αντισυνταγματάρχη στρατιωτικής δικαιοσύνης Θεμιστοκλή Δηματάτη με απαλλακτικό βούλευμα στις 29 Νοεμβρίου 1965, δύο ημέρες πριν την έναρξη της δίκης του. Η απαλλαγή αυτή συνέβη την περίοδο που αρχηγός ΓΕΣ είχε αναλάβει ο μετέπειτα πραξικοπηματίας Γρηγόριος Σπαντιδάκης, ενώ το πολιτικό σκηνικό χαρακτηριζόταν από την αστάθεια που ακολούθησε την Αποστασία του 1965. Έχει διατυπωθεί η υπόθεση ότι η απόφαση του Δηματάτη είχε σχέση με τον κατοπινό διορισμό του ως προέδρου του Στρατοδικείου Θεσσαλονίκης, κατά τη διάρκεια της δικτατορίας.
Το 1966 διορίστηκε από το ΓΕΣ τμηματάρχης στο 4ο Επιτελικο γραφείο του ΓΕΣ. Έκτοτε άρχισε την προπαρασκευή του πραξικοπήματος, μαζί με τους Παττακό, Μακαρέζο και άλλους 26 αξιωματικούς.
Δικτατορία, εξέλιξη και πτώση
Με την επικράτηση του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου 1967, συμμετείχε στην κυβέρνηση Κ. Κόλλια, που ορκίστηκε την ίδια ημέρα ώρα 19.30, στα Ανάκτορα Αθηνών, υπό τον Αρχιεπίσκοπο Χρυσόστομο Β΄, αναλαμβάνοντας το υπουργείο Προεδρίας και τον Δεκέμβριο του 1967 ορκίστηκε "πρωθυπουργός"και υπουργός Εθνικής Αμύνης. Για ένα διάστημα ανέλαβε και Υπουργός Παιδείας και Εξωτερικών. Το 1968 διέφυγε απόπειρα δολοφονίας του από τον Αλέξανδρο Παναγούλη, ο οποίος συνελήφθη και καταδικάστηκε δις εις θάνατον. Η ποινή δεν εκτελέστηκε και ο Παναγούλης παρέμεινε επί πενταετία στη φυλακή. Στις 21 Μαρτίου 1972 παύθηκε με κυβερνητική απόφαση ο αντιβασιλιάς Γ. Ζωιτάκης και τον αντικατέστησε ο ίδιος. Τον Μάιο 1973 αποκαλύφθηκε η ύπαρξη εκτεταμένης συνωμοσίας στους κόλπους του Πολεμικού Ναυτικού και με την αφορμή αυτή καταργήθηκε η συνταγματική μοναρχία, που μέχρι τότε ίσχυε τυπικά, και την 1η Ιουνίου 1973 ανακηρύχθηκε ως νέο πολίτευμα η Προεδρική Δημοκρατία με προσωρινό πρόεδρο τον ίδιο. Ακολούθησε η διεξαγωγή νόθου κυρωτικού δημοψηφίσματος («ΝΑΙ» 78,4%, «ΟΧΙ» 21,6%), σύμφωνα με το οποίο ο Γ. Παπαδόπουλος εκλεγόταν πρόεδρος της νεοσύστατης Ελληνικής Δημοκρατίας και ο στρατηγός Οδυσσέας Αγγελής ως αντιπρόεδρος. Λίγο αργότερα, στις 8 Οκτωβρίου 1973, επέλεξε τον παλαιό πολιτικό αρχηγό Σπ. Μαρκεζίνη ως διάδοχό του στην πρωθυπουργία, με την εντολή να οδηγήσει τη χώρα σε βουλευτικές εκλογές, αμνηστεύοντας όλους τους πολιτικούς κρατουμένους και δίνοντας ειδική χάρη στον Παναγούλη.
Κατά τον Δ'αραβοϊσραηλινό πόλεμο ή πόλεμο του Γιομ Κιπούρ τον Οκτώβριο του 1973 η δικτατορική Κυβέρνηση αρνήθηκε προς τους Αμερικανούς να χρησιμοποιήσουν το αεροδρόμιο της Κρήτης για εφοδιασμό των ισραηλινών δυνάμεων, γεγονός που προκάλεσε την δυσμένεια του Υπουργού Εξωτερικών των Η.Π.Α. Χένρυ Κίσσινγκερ.
Ακολούθησε η εξέγερση του Πολυτεχνείου στις 17 Νοεμβρίου 1973 και στη συνέχεια το Πραξικόπημα του Ταξιάρχου Δ. Ιωαννίδη στις 25 Νοεμβρίου 1973, κατά το οποίο ο Παπαδόπουλος ετέθη σε κατ'οίκον περιορισμόν. Κατά τη διάρκεια της δικτατορικής διακυβέρνησής του διέμενε σε υπερπολυτελή έπαυλη στο Λαγονήσι, ιδιοκτησίας του Αριστοτέλη Ωνάση, την οποία είχε παραχωρήσει στον Παπαδόπουλο έναντι οικονομικών εξυπηρετήσεων.
Συνέπεια των κυπριακών γεγονότων ήταν η παράδοση της διακυβέρνησης της χώρας σε πολιτικούς, από τον τότε χουντικό Πρόεδρο της Δημοκρατίας Φαίδωνα Γκιζίκη, με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή ως πρωθυπουργό κυβέρνησης εθνικής ενότητας.
Κατά τη Μεταπολίτευση, ο Παπαδόπουλος αποφάσισε να συμμετάσχει με δικό του κόμμα στις πρώτες βουλευτικές εκλογές, το 1974, αλλά η τότε πολιτική ηγεσία του το απαγόρευσε.
Στη συνέχεια, βάσει της Συντακτικής Πράξης της 3ης Οκτωβρίου 1974, τόσο ο Γ. Παπαδόπουλος όσο και οι άλλοι πρωτεργάτες της Δικτατορίας χαρακτηρίστηκαν ως πρωταίτιοι πολιτικών αδικημάτων, εξαιρουμένων του στρατηγού Φ. Γκιζίκη που παρέμενε ακόμα πρόεδρος της Δημοκρατίας (παρέμεινε μέχρι τις 18 Δεκεμβρίου 1974), της υφιστάμενης στρατιωτικής ηγεσίας, του αρχιεπισκόπου Σεραφείμ καθώς και όλων των πολιτικών προσώπων των κυβερνήσεων Παπαδόπουλου και Ιωαννίδη. Έτσι ως παραβάτες του Ποινικού Κώδικα, οι φερόμενοι ως πρωτεργάτες υπήχθησαν στην αρμοδιότητα του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, ενώ περί τα τέλη Οκτωβρίου του ίδιου έτους οι παραπάνω εκτοπίστηκαν στην Κέα σε ένα ξενοδοχείο στο μυχό του λιμένα, υπό τη φύλαξη μικρής ομάδας χωροφυλάκων συνεπικουρούμενης από ένα μικρό σκάφος του Λιμενικού Σώματος, περιορισμένων δυνατοτήτων με τριμελές πλήρωμα.
Ακολούθησαν πολιτικές διεργασίες και στις 15 Ιανουαρίου 1975 εκδόθηκε το Δ΄ Ψήφισμα της Ε΄ Αναθεωρητικής Βουλής που όριζε τη διενέργεια δίκης των "Απριλιανών"μετά από μήνυση του δικηγόρου Α. Λυκουρέζου, που είχε καταθέσει πρώτος από τον προηγούμενο Σεπτέμβριο. Η Δίκη τελικά ξεκίνησε, χωρίς ιδιαίτερα αλεξίσφαιρα μέτρα ασφαλείας π.χ. γυάλινους κλωβούς κ.λπ., έξι μήνες μετά, στις 28 Ιουλίου, ημέρα Δευτέρα, στη δικαστική αίθουσα των γυναικείων φυλακών Κορυδαλλού, όπου στο μεταξύ από τις 21 Ιανουαρίου (έξι ημέρες μετά το ψήφισμα), είχε γίνει η μεταγωγή των Απριλιανών από την Κέα και διήρκεσε ακριβώς ένα μήνα, μέχρι 29 Αυγούστου. Τελικά η θανατική ποινή που του επιβλήθηκε μετατράπηκε σε ισόβια δεσμά, άνευ αιτήματος χάριτος, με απόφαση του Κωνσταντίνου Καραμανλή (στον οποίο αποδίδεται, σχετικά, η ιστορική φράση «... και όταν λέμε ισόβια, εννοούμε ισόβια»).
Στις 30 Ιανουαρίου 1984, ίδρυσε μέσα από τις φυλακές την ΕΠΕΝ. Το 1992, η κυβέρνηση Κ. Μητσοτάκη αποφασίζει να αποφυλακίσει τον Παπαδόπουλο και τους άλλους πραξικοπηματίες, επίσης άνευ προηγουμένου σχετικού αιτήματος, αλλά ο τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Καραμανλής ασκεί βέτο. Πέθανε στις 27 Ιουνίου 1999 μετά από καρκίνο στο ουροποιητικό σύστημα στο Λαϊκό Νοσοκομείο όπου νοσηλευόταν, υπερασπιζόμενος το πραξικόπημα και τη δικτατορία και αρνούμενος να κάνει χρήση των νομικών δυνατοτήτων (λόγοι υγείας, αίτηση χάριτος) για να αποφυλακιστεί, σε αντίθεση με άλλους συγκατηγορούμενούς του. Ο τάφος του βρίσκεται στο Α'Νεκροταφείο Αθηνών.
Οικογενειακή κατάσταση
Ο Γεώργιος Παπαδόπουλος είχε τελέσει δύο γάμους. Από τον πρώτο του γάμο με τη Νίκη Παπαδοπούλου (1942) απέκτησε δύο γιους και μία κόρη, τους οποίους στη συνέχεια απέστειλε στις ΗΠΑ για σπουδές και μόνιμη διαμονή. Παράλληλα όμως φέρεται από το 1957-1958 να διατηρούσε παράνομο δεσμό με τη Δέσποινα Σερέτη, πρώην πολιτική υπάλληλο στη Γεωγραφική Υπηρεσία Στρατού (ΓΥΣ) απ'όπου ήταν αποσπασμένη στη Διεύθυνση Α2 του ΓΕΣ. Όταν διατάχθηκε η επάνοδός της στη ΓΥΣ απολύθηκε, πλην όμως επί εποχής Νάτσινα προσελήφθη στην ΚΥΠ. Την ίδια εκείνη εποχή ο Γ. Παπαδόπουλος ήταν αποσπασμένος στη Διεύθυνση πυροβολικού της VI Μεραρχίας. Οι διάφορες κινήσεις της και οι ύποπτες έξοδοί της από το ΓΕΣ είχαν προκαλέσει το ενδιαφέρον της παρακολούθησής της από την ίδια την υπηρεσία κατ'εντολή του τότε Α/ΓΕΣ Πέτρου Νικολόπουλου. Πολύ αργότερα, μετά από 10 περίπου χρόνια παράνομου δεσμού, ο Γ. Παπαδόπουλος χωρίζοντας τη γυναίκα του νυμφεύθηκε τη Δέσποινα Σερέτη (εκ του επιθέτου του συζύγου της αστυνομικού, τον οποίον επίσης χώρισε). Ο γάμος τους τελέσθηκε το 1968, σε κλειστό κύκλο, τον οποίον και ευλόγησε ο αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος Α'. Από τον γάμο αυτόν και εκ του παράνομου δεσμού, ο Γεώργιος και η Δέσποινα Παπαδόπουλου απέκτησαν μία κόρη, τη Μάχη (Υπερμαχεία), την οποία νυμφεύθηκε ο Β. Ζάπας.
Σκάνδαλα και διαφθορά
Η επταετία της Χούντας σημαδεύτηκε από σκάνδαλα και πολλές περιπτώσεις χρηματισμού και ευνοιοκρατίας. Τα πιο γνωστά είναι το σκάνδαλο με τα λεγόμενα θαλασσοδάνεια του συνταγματάρχη Ιωάννη Λαδά, που έμεινε κοροϊδευτικά στην ιστορία ως «ο κύριος καθαρά χέρια», το σκάνδαλο με τα σάπια κρέατα του συνταγματάρχη Μπαλόπουλου και οι τεράστιες χρηματικές δαπάνες για τα κοσμικά πάρτι και την πολυτελή ζωή του αντισυνταγματάρχη (ο Παπαδόπουλος τον έκανε υποστράτηγο) Μιχάλη Ρουφογάλη, που του είχε ανατεθεί η διεύθυνση της ΚΥΠ, δηλαδή του εθνικά κρίσιμου τομέα των μυστικών υπηρεσιών, ο οποίος επίσης εξασφάλιζε τη χορήγηση δανείων σε υποστηρικτές της χούντας, επιβαρύνοντας τις ελληνικές δημόσιες τράπεζες. Η ευνοιοκρατία και το ρουσφέτι επί χούντας γιγαντώθηκαν: ο Μακαρέζος διόρισε τον κουνιάδο του Αλέξανδρο Ματθαίου Υπουργό Γεωργίας, ο Λαδάς έκανε τον ένα ξάδερφό του στρατηγό και διοικητή της ΑΣΔΕΝ και έναν άλλο ξάδερφό του Γενικό Γραμματέα του Υπουργείου Κοινωνικών Υπηρεσιών, και ο γαμπρός του Παττακού Ανδρέας Μεϊντάσης έγινε βαθύπλουτος παίρνοντας χαριστικά δουλειές από το Δήμο Αθηναίων. Ο στρατηγός Βασίλης Καρδαμάκης διορίστηκε διοικητής της ΔΕΗ και ο στρατηγός Αλέξανδρος Νάτσινας (πρώην αρχηγός ΚΥΠ με τεράστιες ευθύνες για το σχέδιο ΠΕΡΙΚΛΗΣ και το παρακράτος) διορίστηκε Πρόεδρος στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών. Ο ίδιος ο Παπαδόπουλος διόρισε τον αδελφό του Κωνσταντίνο Γενικό Γραμματέα του Υπουργείου Προεδρίας της Κυβερνήσεως, περιφερειακό διοικητή Αττικής και Υπουργό παρά τω Πρωθυπουργό διαδοχικά. Τον άλλο αδελφό του, Χαράλαμπο, τον διόρισε Γενικό Γραμματέα στο Υπουργείο Δημόσιας Τάξης. Ο Χαράλαμπος αποκαλούνταν ειρωνικά "μπον φιλέ"από τους αξιωματικούς της Χωροφυλακής, επειδή συνήθιζε να τρώει καθημερινά στα εστιατόρια ακριβών ξενοδοχείων μαζί με τη φρουρά του και τους υπαλλήλους του.
Τις χειρότερες εντυπώσεις (ακόμη και σε χουντικούς) προκάλεσε η διαμονή του Παπαδόπουλου σε πολυτελέστατη βίλα στο Λαγονήσι, που του παραχώρησε ο Αριστοτέλης Ωνάσης, ως αντάλλαγμα στη σκανδαλώδη εύνοια με την οποία η Χούντα αντιμετώπιζε τις επιχειρηματικές δραστηριότητες του ελληνικού εφοπλιστικού κεφαλαίου.
Παραλειπόμενα
Μετά την καταδίκη του Γ. Παπαδόπουλου ακολούθησαν κατόπιν μηνύσεων (Νοέμβριος 1975) διάφορες έρευνες για σκάνδαλα παράνομου πλουτισμού. Από τις έρευνες διαπιστώθηκε ότι ο Γ. Παπαδόπουλος είχε αγοράσει τρία ακίνητα: ένα πολυτελές διαμέρισμα 5 κυρίων δωματίων στη Νέα Σμύρνη, μία πολυτελή μονοκατοικία 5 κυρίων δωματίων, στην Αθήνα στην οδό Τζουμέρκων, με την οποία προικοδότησε τον γαμβρό του Β. Ζάπα, και ένα διαμέρισμα 5 κυρίων δωματίων, στην Αθήνα, το τελευταίο αντί 1.300.000 δρχ. Η Δέσποινα Παπαδοπούλου είχε αγοράσει επίσης ένα διαμέρισμα 6 κυρίων δωματίων επί της οδού Σορβόλου στην Αθήνα, αντί ποσού 1.700.000 δρχ. Για όλα τα παραπάνω που δόθηκαν προικώα των παιδιών τους, τίποτε μεμπτό δεν βρέθηκε και κανένα δεν δημεύτηκε.