Quantcast
Channel: ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ
Viewing all articles
Browse latest Browse all 51376

Η Ενετοκρατία στην Κρήτη

$
0
0
Eπί Ενετοκρατίας η Κρήτη χωρίστηκε σε τέσσερα διαμερίσματα:Χάνδακα, Ρεθύμνου, Χανιών και Σητείας. Το διαμέρισμα του Ρεθύμνου ήταν χωρισμένο σε τρεις καστελλανίες : Milopotamo, San Basilio και Amari . Στην Κρήτη χρησιμοποιήθηκε από τους Ενετούς, καθεστώς φέουδων στρατιωτικής μορφής με διοικητικά χαρακτηριστικά ανάλογα της Ενετικής μητρόπολης . Ανώτατη αρχή ήταν ο δούκας με δύο συμβούλους(consiliari). Αυτοί συγκροτούσαν την τοπική διοίκηση(regimen). Ο δούκας είχε την έδρα του στον Χάνδακα και η θητεία του ήταν δύο χρόνια. Στα υπόλοιπα διαμερίσματα Χανίων, Ρεθύμνου, Σητείας την διοίκηση ασκούσαν οι ρέκτορες(rectores) με πολιτικές και στρατιωτικές εξουσίες. Στα Σφακιά υπήρχε καθεστώς ημιανεξαρτησίας. Την εξουσία είχε ο προνοητής (provveditor) με δέκα άντρες. Γενικός στρατιωτικός διοικητής ήταν ο καπιτάνιος(capitan general) με έδρα τον Χάνδακα. Κάθε διαμέρισμα είχε δικό του ταμείο(camera) με προϊστάμενο τον camerario. Στην κατώτερη ιεραρχία ανήκαν οι δικαστές (giudici), οι αγορανόμοι(giustiziarii) και οι αστυνόμοι(domini di nocte). Στο τέλος της θητείας τους οι ανώτεροι διοικητικοί υπάλληλοι υπέβαλλαν στη μητρόπολη έκθεση (relazione) με στοιχεία για την κατάσταση που επικρατούσε στο νησί, στο χώρο αρμοδιότητάς τους και κατέθεταν προτάσεις. Τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των υπαλλήλων ήταν καταγεγραμμένα στα καπιτουλάρια(capitularia), λεπτομερώς. Οι καστελλάνοι όφειλαν να μεριμνούν για τον άρτιο εξοπλισμό των στρατιωτών, ήταν υποχρεωμένοι να ενημερώνουν το διοικητικό τους κέντρο για τις ποινές και τα πρόστιμα που είχαν επιβάλλει και να τηρούν βιβλίο με τα ονόματα των φρουρών. Απαγορεύονταν να κάνουν εμπόριο τροφίμων και να συμμετέχουν σε μυστήρια ορθοδόξων. Διάφορα συμβούλια με συμβουλευτικό κυρίως χαρακτήρα, πλαισίωναν τις ανώτατες αρχές: το Συμβούλιο των Φεουδαρχών(Consilium Feudatorum), το Μεγάλο Συμβούλιο(Consilium Maius) και το Συμβούλιο των Κλητών(Consilium Rogatorum). Το Συμβούλιο των Κλητών διόριζε ειδική επιτροπή τους Sapientes, οι οποίοι ήταν επιφορτισμένοι με την εισήγηση προτάσεων. Οι ευγενείς και αργότερα οι αστοί μπορούσαν να στέλνουν πρεσβείες στη μητρόπολη με διάφορα αιτήματα, που αφορούσαν συνήθως κατοχύρωση προνομίων.

Στην ανώτατη κοινωνική βαθμίδα ανήκαν οι ευγενείς οι Βενετοί ευγενείς και φεουδάρχες (nobili veneti, feudati). Στα έγγραφα αναφέρονται «ευγενέστατοι άρχοντες και εκλαμπρότατοι αφέντες». Οι ευγενείς ήταν καθολικοί, άποικοι ή απόγονοι αποίκων και είχαν πλήρη πολιτικά δικαιώματα. Οι τίτλοι ευγένειας ήταν κληρονομικοί. Στους πρώτους αιώνες της ενετοκρατίας οι ευγενείς κατείχαν τα μεγαλύτερα φέουδα. Απ'το 16ο αι. το φεουδαρχικό σύστημα είχα αρχίσει να παρακμάζει. Τα φέουδα είχαν καταμεριστεί, είχαν μεταβιβαστεί σε τρίτους και σημαντικές εκτάσεις είχαν αποχερσωθεί. Έτσι πολλοί από τους παλιούς ευγενείς με τα μεγάλα φέουδα έχασαν και τους τίτλους ευγενείας που είχαν πάψει να έχουν την αρχική τους σημασία και δεν αποτελούσαν πια παρά αντικείμενο συναλλαγών.

Αριστοκράτες δεύτερης κατηγορίας ήταν οι Κρητικοί ευγενείς(nobili cretensi). Η κρητική ευγένεια απενέμετο με διάταγμα του δόγη σε αντάλλαγμα στρατιωτικών, πολιτικών ή και χρηματικών υπηρεσιών. Η ευγένεια αυτή (nobilitas cretensis), που ήταν υποδεέστερη της ενετικής και είχε τοπική αξία, παραχωρήθηκε και σε πολλούς απόγονους της παλαιάς ελληνικής αριστοκρατίας, τους αρχοντορωμαίους, οι οποίοι, σύμφωνα με την παράδοση που έχει άλλωστε ιστορική βάση, κατάγονταν από τα «δώδεκα αρχοντόπουλα» του Βυζαντίου.

Οι κάτοικοι των πόλεων, όσοι δεν ήταν ευγενείς, ονομάζονταν πολίτες ή αστοί (cittadini , burgenses). Η τάξη αυτή απαρτίζονταν από δημόσιους υπαλλήλους και ελεύθερους επαγγελματίες. Στην κατώτερη κοινωνική βαθμίδα ανήκε ο λαός των πόλεων και της υπαίθρου(plebe , populari ή populani , villani ή contadini). Οι χωρικοί διακρίνονταν σε άγραφους (agrafi), απελεύθερους(franchi) και σε παροίκους (villani parici), που δούλευαν στα κτήματα του δημοσίου ή των ιδιωτών. Οι χωρικοί κατέβαλλαν φόρους (ακρόσιχο, καπνικό) και ήταν υποχρεωμένοι σε αγγαρείες και κανίσκια. Αντίθετα οι «τσιταδίνοι» ήταν απαλλαγμένοι από αγγαρείες. Είχαν την υποχρέωση στρατιωτικής θητείας, την καταβολή μικρού φόρου και της παροχής στέγης στους ξένους μισθοφόρους που υπηρετούσαν στην Κρήτη. Η πιο βαριά αγγαρεία ήταν στις γαλέρες. Πολλές φορές σε όσους έπεφτε αυτή η αγγαρεία αναγκάζονταν για να την αποφύγουν να τρέπονται σε φυγή στα βουνά ή να πουλούν τα υπάρχοντά τους για να πληρώσουν αντικαταστάτες, τους λεγόμενους «αντισκάρους». Οι περισσότεροι Κρητικοί ανήκαν στην τάξη των πάροικων.

Πρέπει να σημειωθεί μια χωριστή ομάδα πληθυσμού, η μειονότητα των Εβραίων. Τα μέλη της εβραϊκής κοινότητας ήταν κυρίως έμποροι και τοκογλύφοι και απέδιδαν υψηλούς φόρους στο δημόσιο και αναγκαστικά δάνεια, κυρίως σε περιόδους στρατιωτικών αναγκών.



Εξέγερση Αλέξιου Καλλέργη στο Μυλοπόταμο το 1283 
Το 1283 άρχισε στην Κρήτη η μεγαλύτερη επανάσταση της κρητικής αριστοκρατίας εναντίον των Ενετών με αρχηγό τον ισχυρό άρχοντα του Μυλοποτάμου Αλέξιο Καλλέργη. Στην πραγματικότητα προσπάθησε να εξαναγκάσει τους Ενετούς να του παραχωρήσουν ευρύτατα προνόμια και να του αναγνωρίσουν την ανεξαρτησία του. Ήξερε πολύ καλά ότι και η ανεξαρτησία της Κρήτης ήταν αδύνατη αλλά και η ένωσή της με το Βυζάντιο επίσης αδύνατο. Εξασφάλισε την υποστήριξη πολλών αρχοντικών οικογενειών, των παροίκων και του κλήρου και ξεκίνησε το σύστημα μικροπολέμου(guerilla), με το οποίο καταπονούσε και εξαντλούσε τις ενετικές δυνάμεις. Πολύ γρήγορα έγινε κύριος της Δυτικής Κρήτης. Επί δέκα χρόνια ακολούθησε την ίδια τακτική. Αυτό το διάστημα ξέσπασε και ο βενετογενουατικός πόλεμος. Ζήτησαν τη βοήθεια του Καλλέργη και οι Γενουάτες και ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος Β'. Ο Καλλέργης αποφάσισε ότι ήταν η στιγμή να αποσπάσει ότι επιθυμούσε από τους Ενετούς. Έτσι στράφηκε στην κατεύθυνση των συνθηκολογήσεων που κατέληξαν στη συμφωνία του 1299. Με αυτήν η Ενετία αναγνώριζε την ηγεμονική θέση του Καλλέργη σε αντάλλαγμα του όρκου πίστης και υπακοής στη Βενετική Πολιτεία. Στον Καλλέργη επιστράφηκαν τα κτήματά του και του παραχωρήθηκαν και άλλα. Μπορούσε να τα παραχωρήσει σε όποιον ήθελε, μπορούσε να διατηρεί άλογα, να απελευθερώνει παροίκους, να κυκλοφορεί ελεύθερα στις πόλεις και στα φρούρια και να δέχεται κανίσκια. Ο Καλλέργης αποκτούσε το δικαίωμα να πακτώσει τα μοναστήρια του δημοσίου και του λατινικού πατριαρχείου, καθώς και τις επισκοπές Μυλοποτάμου και Καλαμώνος. Επιτρέπεται να εγκατασταθεί στην περιοχή του Αρίου Έλληνας επίσκοπος. Δικαιούνταν οι Κρητικοί να μεταβαίνουν εκτός Κρήτης για να χειροτονηθούν και ορίστηκε οι παπάδες, οι διάκονοι και τα παιδιά τους, εφόσον δεν ήταν πάροικοι, να μην είναι «διακρατημένοι πάροικοι». Η δυνθήκη της Βενετίας με τον Αλλέξιο Καλλέργη υπήρξε επωφελής για όλους τους Κρητικούς, άρχοντες, κλήρο και παροίκους. Κατοχυρώθηκαν τα προνόμια των αρχόντων μέσα στο ενετικό καθεστώς. Ο Καλλέργης ισχυροποιείται απέναντι στους Ενετούς και απέναντι στους υπόλοιπους άρχοντες. Το 1304 πουλά στη Βενετία 60.000 μουζούρια σιτάρι. Το 1381 η Βενετία παραχώρησε το προνόμιο της βενετικής ευγένειας στο γιο του Αλεξίου, Γεώργιο Καλλέργη

Επαναστάσεις επί Ενετοκρατίας 
Οι Κρητικοί με την προοπτική «άλωσης» της βυζαντινής αυτοκρατορίας και την αναμενόμενη «πτώση» της, δέθηκαν περισσότερο με τους τοπικούς άρχοντες (οι οποίοι κατάγονταν από βυζαντινές οικογένειες) και τον κλήρο. Οι αριστοκρατικές αυτές οικογένειες διέθεταν μεγάλη οικονομική και κοινωνική δύναμη και μαζί με τον κλήρο ασκούσαν τεράστια επιρροή στον τοπικό πληθυσμό. Οι εξεγέρσεις στην Κρήτη(που στο σύνολό τους αριθμούν 27) ξεκίνησαν από την πρώτη περίοδο της Ενετοκρατίας και είναι σίγουρο ότι ανάγκασαν τους Ενετούς να τροποποιήσουν ή και να εγκαταλείψουν, αρκετές φορές, τα αρχικά τους σχέδια για το νησί. Επικεφαλής των κινημάτων αυτών ήταν οι τοπικοί άρχοντες, οι οποίοι ωστόσο δεν εξεγέρθηκαν ποτέ όλοι μαζί. Ήδη από τα τέλη της βυζαντινής περιόδου είχαν αναδειχθεί τεράστιες διαφορές μεταξύ των τοπικών αρχόντων. Όλοι τους ήταν φορτισμένοι με την βυζαντινή-αριστοκρατική τους καταγωγή, ενώ μερικοί από αυτούς είχαν εξελιχθεί σε ισχυρούς γαιοκτήμονες-φεουδάρχες με ισχυρές αυτονομιστικές τάσεις, αρνούμενοι να υπακούσουν σε κάποιο κέντρο αποφάσεων. Έτσι δεν κατόρθωσαν ποτέ να αντιτάξουν κοινό μέτωπο επαναστατών κατά των Ενετών.
Εν συντομία οι επαναστατικές κινήσεις των Κρητών, έχουν ως εξής:
1211 - επαναστατικό κίνημα Αγιοστεφανιτών στο Μιράμπελλο και στη Σητεία. Συνθηκολόγησαν τέλη 1212
1219 - ο Βενετός Πέτρος Filocaveno, κλέβει τα άλογα του άρχοντα Ιωάννη Σκορδίλλη Σκαντζέα στο Biniparo(Μονοπάρι) του Ρεθύμνου. Οι Σκορδίληδες κατέφυγαν στον Δούκα της Κρήτης, ο οποίος και δεν ενδιαφέρθηκε ιδιαιτέρως για το συμβάν. Τότε άρχισαν επίθεση εναντίον των Ενετών που πολύ γρήγορα εξαπλώθηκε σε όλη τη Δυτική Κρήτη. Το ίδιο έτος υπεγράφη συνθήκη με την οποία οι Σκορδίληδες και οι Μελισσηνοί κέρδισαν χρήματα και χωράφια. Ορίστηκαν στρατιωτικές υποχρεώσεις και για τους Κρητικούς, οι βιλλάνοι μπορούσαν να παντρεύονται ελεύθερα, να προικίζουν τις θυγατέρες τους, να γίνονται μοναχοί ή ιερείς, να δωρίζουν την περιουσία τους σε μοναστήρια, μπορούσαν να προσφεύγουν στο Δούκα όταν οι Βενετοί τους αδικούσαν και χορηγήθηκε γενική αμνηστία. Οι Ενετοί εγκαινιάζουν διαλλακτική στάση απέναντι στις επαναστάσεις στην Κρήτη και πολιτική συνθηκολογήσεων. Εγκαταλείπουν, μόλις οχτώ χρόνια μετά την «κατάκτηση» της Κρήτης, τα αρχικά τους σχέδια. Η τοπική αριστοκρατία ενσωματώνεται στους κόλπους του ενετικού καθεστώτος, διατηρώντας προνόμια και οικονομική εξουσία.
1224 - οι Μελισσηνοί με νέα εξέγερση μεγαλώνουν τα φέουδά τους
1228 - κίνημα Σκορδίληδων και Μελισσηνών με την υποστήριξη του αυτοκράτορα Νίκαιας Ιωάννη Βατάτζη. Οι επαναστάτες κατέλαβαν το Ρέθυμνο, τον Μυλοπόταμο και το Καινούργιο. Τελικά στους αρχηγούς της επανάστασης Νικόλαο Δαιμονογιάννη και Μιχαήλ Μελισσηνό παραχωρήθηκαν φέουδα
1233 - ολοκληρώθηκε με τη συνθήκη των δύο Συβριτών, σύμφωνα με την οποία τα κτήματα των αρχόντων διατηρούνται ανέπαφα και ορίζονται τα εδάφη όπου οι Κρητικοί μπορούν να σπείρουν και να βοσκήσουν
1265 - ο βυζαντινός αυτοκράτορας Μιχαήλ Η'Παλαιολόγος αναγνώρισε την κατοχή της Κρήτης από τους Ενετούς
1272-1278, κίνημα Γεώργιου και Θεόδωρου Χορτάτζη στο Ρέθυμνο. Ο Γεώργιος Χορτάτζης σκότωσε έναν φιλοβενετό Κρητικό. Αρνήθηκε να παρουσιαστεί στις βενετικές αρχές και κήρυξε επανάσταση εναντίον των Ενετών. Μετά από αρκετές νίκες, τελικά οι Χορτάτζηδες ηττήθηκαν και αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το νησί. Κατέφυγαν στον αυτοκράτορα ο οποίος και τους εγκατέστησε στα παράλια της Μικράς Ασίας.
1283 - κίνημα Αλέξη Καλλέργη στο Μυλοπόταμο. Ήταν η μεγαλύτερη επανάσταση της Κρητικής αριστοκρατίας εναντίον των Ενετών.
1319 - επανάσταση στα Σφακιά
1330 - εξέγερση στις Μαργαρίτες Μυλοποτάμου με αρχηγό τον Βάρδα Καλλέργη, εξαιτίας της έκτακτης φορολογίας και των καταχρήσεων των Βενετών φοροεισπρακτόρων.
1341- 1349 - επανάσταση Λέοντος Καλλέργη και Ψαρομιλήγγων
1363-1366 - αποστασία Αγίου Τίτου. Δύο βενετικές οικογένειες ( Gradonico και Venier) δυσαρεστημένοι από την αβάστακτη φορολογία ενώθηκαν με τους Καλλέργηδες , κατέλυσαν τη βενετική κυριαρχία και ίδρυσαν αυτόνομη και ανεξάρτητη δημοκρατία υπό την αιγίδα του Αγίου Τίτου, πολιούχου του νησιού. Δούκας εξελέγης ο Μάρκος Γραδόνικος. Η στάση των δύο βενετικών οικογενειών χαρακτηρίστηκε προδοσία από τη Βενετία. Το 1364 οι Ενετοί κατέλαβαν τον Χάνδακα. Οι βενετοί επαναστάτες αποκεφαλίστηκαν ως proditores rebelles. Οι Καλλέργηδες ηττήθηκαν το 1367 στα Σφακιά.
1460-1462 - ισχυρή συνωμοτική κίνηση από το Σήφη Βλαστό, ευγενή του Ρεθύμνου, με μεγάλο αριθμό αφοσιωμένων οπαδών, που αντιδρούσαν στη βίαιη επιβολή της ένωσης των δύο εκκλησιών. Έχει προηγηθεί η άλωση της Κωνσταντινούπολης. Στη σύλληψη των επαναστατών και τη διάλυση της συνωμοσίας βοήθησαν οι φιλοβενετοί Καλλέργηδες και Γαβαλάδες και ο Εβραίος Δαβίδ Μαυρογόνατος.
Το 16ο αι. τα κινήματα στην Κρήτη έχουν έντονο «αγροτικό» χαρακτήρα. Το φεουδαρχικό σύστημα έχει παρακμάσει και ωθούμενοι από τις βιοτικές τους ανάγκες προχωρούν σε διάφορες κινητοποιήσεις απαιτώντας ικανοποίηση διαφόρων πρακτικών αιτημάτων(διεκδίκηση γης και ελευθεριών, μείωση ή κατάργηση αγγαρειών κ.λπ.). Οι άρχοντες είχαν διατηρήσει τα μεγάλα γονικά κτήματά τους και οι εξεγέρσεις τους αποσκοπούσαν στην κατοχύρωση κτημάτων που τους είχε δωρίσει το κράτος, όπου η κεντρική εξουσία διατηρούσε την ψιλή κυριότητα. Οι Κρητικοί γενικά ταυτίζονταν με τους πληθυσμούς της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Εθνική συνείδηση, με τη σύγχρονη έννοια του όρου, δεν υπάρχει ακόμα επί Ενετοκρατίας, απλά ο Κρητικός ταυτίζει την αυτοκρατορία με την ορθοδοξία. Το χριστιανικό θρησκευτικό αίσθημα του Κρητικού βρίσκεται σε διαφορετικό επίπεδο με το ξένο, ετερόδοξο καθολικό και αυτή η διαφορά αρχίζει να θέτει της βάσεις της εθνικής συνείδησης.


Το επαναστατικό πνεύμα που αναπτύχθηκε στην Κρήτη ερμηνεύεται από τις αυτονομιστικές τάσεις των βυζαντινών γαιοκτημόνων (οι οποίοι εκπροσωπούν στη Κρήτη τα «δώδεκα βυζαντινά αρχοντόπουλα» του «κυρ Φωκά» οι οποίοι θεωρούσαν, ακόμα και μετά την άλωση της Πόλης ότι είχαν συγγενικούς δεσμούς με τους αυτοκράτορες) και την αντίστοιχη υπακοή των εργατών γης στους άρχοντές τους, από την υπακοή των Κρητικών στον κλήρο (αφού αυτός ταυτίζεται με συναισθηματικά αυτοκρατορικά ιδεώδη), από τον αντιστασιακό χαρακτήρα όλων των στρωμάτων του Κρητικού πληθυσμού και από τη μορφολογία του Κρητικού εδάφους, που διευκολύνει αντίσταση και πολεμικές ενέργειες. Γι'αυτό η Κρήτη είναι ο μόνος λατινοκρατούμενος ελληνικός χώρος που διακήρυξε ανοικτά την αντίθεσή της στην ξένη ενετοπαπική κατοχή. Εξάλλου η Κρητική εκκλησία, μέχρι και την πτώση του Βυζαντίου, εξακολουθούσε να θεωρεί ως μόνους νόμιμους ηγεμόνες τους βυζαντινούς αυτοκράτορες(«επί της βασιλείας των ορθοδόξων και φιλοχρίστων ημών βασιλέων»). Γι'αυτό κυριαρχεί η βυζαντινή τεχνοτροπία το 14ο και 15ο αι. παντού αλλά και οι κτητορικές επιγραφές μνημονεύουν ονόματα βυζαντινών αυτοκρατόρων.
Η Βενετία βλέποντας ότι η πολιτική της κυριαρχία κινδυνεύει στην Κρήτη, εξαιτίας της επιρροής του Οικουμενικού Πατριαρχείου, απαγόρευσε χειροτονίες ιερέων, κατάργησε τις ορθόδοξες επισκοπές και αφαίρεσε περιουσίες από εκκλησίες και μονές. Στη θέση των ορθόδοξων επισκόπων τοποθετήθηκαν Λατίνοι, προϊστάμενοι του κλήρου ορίστηκαν πρωτοπαπάδες και πρωτοψάλτες, μισθοδοτούμενοι από το κράτος στο οποίο δήλωναν πίστη. Η προσπάθεια επιβολής στους κρητικούς του φλωρεντιανού όρου πίστης δημιούργησε φανατική αντίδραση στις παπικές διαθέσεις και απέδειξε την πλήρη ταύτιση του κρητικού πληθυσμού με τους πληθυσμούς της βυζαντινής αυτοκρατορίας και ανέδειξε τις ιδεολογικές και κατά προέκτασιν πολιτικές διαφορές των Κρητών με τους κατακτητές τους. Αντέδρασε δηλαδή η Κρήτη στην αφομοίωση από τους κατακτητές και στη λήθη της κοινής καταγωγής. Το θρησκευτικό συναίσθημα δηλαδή δημιουργεί τις βάσεις της νέας εθνικής συνείδησης των Κρητικών. Γι΄ αυτό η Κρήτη αισθάνεται ότι είναι υποχρεωμένη να λάβει μέρος στην τελευταία υπεράσπιση της Πόλης και ότι όφειλε να διαφυλάξει ό,τι πολυτιμότερο είχε απομείνει από τη βυζαντινή κληρονομιά.


Ο πληθυσμός της Κρήτης επί Ενετοκρατίας ήταν περίπου 200.000 κάτοικοι. Συγκεκριμένα
το 1510 είχε 300.000, το 1534 είχε 175.268, το 1571 παρουσιάζεται με 160.000. το 1575 έχει 1070 χωριά και 219.000 κατοίκους και το 1577 έχει 183.798. Το 1583 ο Πέτρος Καστροφύλακας κατέγραψε συστηματικά τον πληθυσμό του νησιού, οπότε το διαμέρισμα του Χάνδακα αναφέρεται με 84.158 κατοίκους, της Σητείας με 22.312, το διαμέρισμα των Χανίων με 48.790 και το διαμέρισμα του Ρεθύμνου με 46.400 κατοίκους. Το 1627, 1639, και 1644 το νησί καταγράφεται με 192.725, 254.00 και 287.165 κατοίκους αντίστοιχα. Στα χωριά κατοικούσαν σχεδόν αποκλειστικά Έλληνες ενώ στις πόλεις Ενετοί φεουδάρχες, Ιταλοί έμποροι και Εβραίοι.
Ο ‘μαύρος θάνατος'δηλαδή η πανώλη έπληττε κατά καιρούς την Κρήτη με αποτέλεσμα να αποδεκατίζεται ο πληθυσμός, κυρίως στα χωριά. Κατά διαστήματα οι Ενετοί αναγκάζονταν να παραχωρούν φορολογικές απαλλαγές, ενετική υπηκοότητα και άλλα προνόμια για να προσελκύσουν πληθυσμό από τα χωριά στις πόλεις του νησιού. Επίσης αρκετές φορές έφταναν στην Κρήτη πρόσφυγες από αλλά μέρη της Ελλάδας που τις πιο πολλές φορές τους παραχωρούνταν προνόμια και γη. Το 1363, ύστερα από αίτημα του αρχιεπισκόπου Αρμενίων, εγκαταστάθηκαν στην Κρήτη δύο χιλιάδες Αρμένιοι που εκδιώχθηκαν από τους Τούρκους. Το 1543, η βενετική σύγκλητος αποφάσισε να αποζημιώσει τους κατοίκους της Μονεμβασιάς και του Ναυπλίου, που έχασαν τις περιουσίες τους κατά τη διάρκεια του βενετοτουρκικού πολέμου, παραχωρώντας τους εκτάσεις στο Λασίθι.

Ως τα τέλη του 15ου αι. οι Τούρκοι είχαν περιοριστεί σε μεμονωμένες πειρατικές επιθέσεις εναντίον της Κρήτης. Η σημαντικότερη απ'αυτές ήταν του 1471, που ο Τουρκικός στόλος κατέστρεψε πολλά χωριά της Σητείας. Το 1522 επιτέθηκαν στην Ιεράπετρα και το 1527, στα Χανιά. Το 1538, στη διάρκεια του τρίτου βενετοτουρκικού πολέμου, η τουρκική αρμάδα με επικεφαλής τον Χαϊρεδίν Μπαρμπαρόσσα, επιτέθηκαν σε ολόκληρη τη βόρεια Κρήτη, έκαψαν όλα τα χωριά γύρω από το Φόδελε και προκάλεσαν εκτεταμένες καταστροφές σε όλο σχεδόν το Μυλοπόταμο. Αυτή την περίοδο πολλοί Κρητικοί άρχοντες προσέφεραν μεγάλη βοήθεια στους Ενετούς. Το 1567 είχαμε νέες λεηλασίες και αιχμαλωτισμούς από τους Τούρκους υπό τον Σουλτάν Σελήμ και το 1571 από τον Ουλούτς Αλή. Όλες αυτές οι επιθέσεις ανέδειξαν τον ανερχόμενο τουρκικό κίνδυνο και την αναγκαιότητα της ενίσχυσης της άμυνας του νησιού, οπότε προχώρησαν στην κατασκευή οχυρωματικών έργων και επί τη ευκαιρία στην ανέγερση διαφόρων δημόσιων κτιρίων. Δαπανήθηκαν μεγάλα ποσά από τη Γαληνοτάτη για την κατασκευή των φρουρίων και συγχρόνως επιβαρύνθηκαν οι κάτοικοι με έκτακτους φόρους και αγγαρείες.


Εμπόριο και οικονομία 
Τα σημαντικότερα εξαγόμενα της Κρήτης ήταν το κρασί, το λάδι το τυρί και το σιτάρι της Μεσσαράς. Το σιτάρι της Μεσσαράς αποστέλλονταν στην Κάρπαθο, Σαντορίνη και Κύθηρα. Τα κρασιά ήταν φημισμένα στη Φλάνδρα, Πορτογαλία και στην Αγγλία. Επί Ερρίκου Η', οι εξαγωγές κρητικών κρασιών στην Αγγλία είχαν τόσο αυξηθεί, που ο βασιλιάς αναγκάστηκε το 1522, να στείλει πρόξενο στην Κρήτη. Τα κρητικά τυριά κυκλοφορούσαν κυρίως στον ελληνικό χώρο, ενώ το κρητικό λάδι τις καλές χρονιές έφτανε τα πεντακόσια χιλιάδες μίστατα. Εκτός αυτών η Κρήτη παρήγαγε και μέλι, μπαμπάκι, σταφίδες, κερί, οπωρικά και ζαχαροκάλαμο. Αργότερα γνώρισε μεγάλη άνθιση η εξαγωγή ξυλόγλυπτων κάθε είδους. Από τη δύση εισάγονταν υφάσματα, κρύσταλλα, γυαλιά, χαρτί, καρφιά, μαχαιροπήρουνα, και από την Ανατολή έφταναν μπαχαρικά, φαρμακευτικά βότανα, αραβική γόμα, παστά και χαβιάρι. Τα κρητικά λιμάνια έπαιζαν σπουδαίο ρόλο στην ανάπτυξη του ενετικού εμπορίου. Ο Χάνδακας αναφέρεται ως «anima» (ψυχή) της Βενετίας. Στον 14ο και 15ο αι. μεγάλη ακμή γνώρισε και το εμπόριο των σκλάβων στην Κρήτη. Στα έγγραφα του 13ου και 14ου αι., αναφέρονται πολλοί Κρητικοί ως έμποροι. Συνέταιροι είτε Βενετών ή Εβραίων. Το 1589 ο Ιωάννης Mocenigo, γράφει ότι οι Κρητικοί ταξιδεύουν σε ολόκληρη τη Μεσόγειο, Συρία, Αλεξάνδρεια, Κωνσταντινούπολη, Αιγαίο και άλλους τόπους της Τουρκίας με όλων των ειδών τα πλοία και τα καΐκια. Εκείνη την εποχή όταν γεννιόταν ένα παιδί λέγονταν ότι γεννιόταν ένας ναυτικός. Από το 16ο αι., η συνειδητοποίηση του τουρκικού κινδύνου, ανάγκασε τους Ενετούς να προσεγγίσουν τους ντόπιους. Έτσι έλαβαν μια σειρά από μέτρα που είχαν ως αποτέλεσμα την ειρηνική συμβίωση ορθόδοξων και καθολικών, τη χειραφέτηση των παραγωγικών τάξεων και την ισότιμη συμμετοχή των Κρητικών στις οικονομικές δραστηριότητες. Η Κρήτη δεν είναι ένας απλός εμπορικός σταθμός αλλά τμήμα του Ενετικού κράτους. Παραχωρήθηκαν θρησκευτικές ελευθερίες με σκοπό τη συνεργασία σε κάποια αναμενόμενη πλέον τουρκική εισβολή. Η φεουδαρχία είχε παρακμάσει. Τα φέουδα είχαν κατατεμαχιστεί και είχαν εμφανιστεί ιδιοκτήτες Κρητικοί μη ευγενείς. Τα μεγάλα φέουδα δεν καλλιεργούνταν πια με το σύστημα των δουλοπάροικων αλλά με το σύστημα της μίσθωσης. Έτσι εμφανίστηκε μια μικρή αλλά ισχυρή αστική κοινωνία. Οι κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες που επικρατούσαν τότε στην Κρήτη ήταν ανάλογες με αυτές των δυτικοευρωπαϊκών πόλεων, οι οποίες είχαν δημιουργήσει την αναγέννηση. Έτσι ήταν επόμενο η Κρητική αστική τάξη να παρασυρθεί από την πολιτισμική επανάσταση που γινόταν στη Δύση. Οι Κρητικοί ήταν κληρονόμοι ενός πλούσιου πολιτισμού, του βυζαντινού, αφομοίωσαν τις ευρωπαϊκέ επιρροές, ενσωμάτωσαν αυτές τις επιρροές στο πολιτιστικό τους υπόβαθρο και δημιούργησαν τον Κρητικό πολιτισμό. Ανανέωσαν και τον πνευματικό και τον καλλιτεχνικό πολιτισμό που κατείχαν. Οι σγουράφοι, οι μουράροι, οι πετροκόποι, οι μαρμαράδες, οι ραφτάδες, οι χρυσαφάδες, οι σκουφάδες, οι δοξαράδες, οι σκοινοπλόκοι, οι σαϊτάδες, οι τσαγγάρηδες, οι καλυκάδες και άλλοι επαγγελματίες ήταν οργανωμένοι σε συντεχνίες, που η κάθε μία είχε ως κέντρο τη δική της εκκλησία και ανέπτυσσε εκτός από την επαγγελματική δραστηριότητα και κοινωφελή. Από τα νοταριακά έγγραφα της εποχής, τα προικοσύμφωνα και τις διαθήκες φαίνεται ότι το 16ο αι., το ελληνικό στοιχείο ευημερεί. Ανώτερος υπάλληλος γράφει ότι «ο πλούτος των ευγενών και των αστών φαίνεται από τα ακριβά φορέματα, τις γιορτές, τα συμπόσια και τις κηδείες, που τελούνται με ασυνήθιστη πολυτέλεια. Αντιθέτως οι κάτοικοι των χωριών υπέφεραν από την εκμετάλλευση των φεουδαρχών και των ανωτέρων κρατικών υπαλλήλων. Έτσι οι χωρικοί αντιμετώπιζαν ευνοϊκά τις εχθρικές εισβολές και αδιαφορούσαν για το ποιος κατείχε το νησί. Μερικές φορές μάλιστα, προσχώρησαν Κρητικοί σε τουρκικά στρατεύματα πιστεύοντας ότι η Τουρκική κατοχή ίσως επιφύλασσε ένα καλύτερο μέλλον.

Σύζευξη Ενετικού και Κρητικού πολιτισμού 

Το φυσικό περιβάλλον της Κρήτης και ο χαρακτήρας των κατοίκων της, με όλα τα πολιτιστικά στοιχεία που αυτός περιείχε, επέδρασαν άμεσα στους Ενετούς που μετακόμισαν στο νησί. Ήδη από τα τέλη του 13ου αι., μνημονεύονται και επιγαμίες μεταξύ Ελλήνων και ενετών. Η σύσφιγξη των σχέσεων έγινε εντονότερη από τα μέσα του 16ου αι., οπότε και αμβλύνονται οι θρησκευτικές διαφορές, επέρχεται οικονομική εξίσωση Κρητικών και ξένων, κυρίως στις πόλεις, και η μητροπολιτική Βενετία στρέφεται προς τον ντόπιο πληθυσμό και τον υπολογίζει πολιτικά, λόγω του ανερχόμενου τουρκικού κινδύνου. Η μακρόχρονη ειρηνική συμβίωση είχε ως αποτέλεσμα ένα γόνιμο πολιτιστικό διάλογο, που κατέληξε προοδευτικά σε μια κοινή πολιτιστική έκφραση, την ιταλοκρητική. Η Κρήτη, ήταν φορέας βυζαντινής παράδοσης που το 16ο αι., απορροφούσε αναγεννησιακούς κραδασμούς, αφομοίωνε τα «εύπεπτα» στο χαρακτήρα της στοιχεία, τα αναδημιουργούσε και τελικά τα χρησιμοποιούσε και παρέδιδε, με τον δικό της κρητικό τρόπο. Η Κρήτη διατηρούσε τη μνήμη της Πόλης, αποδεσμευμένη όμως από την κηδεμονία της αλωμένης βυζαντινής πρωτεύουσας, στράφηκε προς άλλες κατευθύνσεις, δυτικές και κυρίως ιταλικές. Συνεκτικός δεσμός της Κρητικής αστικής κοινωνίας με την αναγεννώμενη αστική της Βενετίας, ήταν η ελληνική γλώσσα. Πέραν της γοητείας που αυτόνομα διαθέτει η ελληνική γλώσσα, ως εργαλείο γνώσης και στοιχείο επιπέδου μόρφωσης εκείνη την εποχή σε ολόκληρη την Ευρώπη, οι ίδιοι οι Ενετοί της Κρήτης μιλούσαν το 16ο αι., μόνο ελληνικά ή τουλάχιστον μια μορφή ελληνικής γλώσσας εμπλουτισμένη με ελληνοποιημένα ιταλικά. Σε πολλές εκθέσεις αξιωματούχων από τη Βενετία παρουσιάζεται η γλωσσική αφομοίωση και η θρησκευτική διάβρωση των παλαιών βενετικών οικογενειών. Ο Ιάκωβος Foscarini γράφει ότι οι παλιοί Ενετοί «έχουν ξεχάσει εντελώς την ιταλική γλώσσα και, επειδή δεν υπάρχει σε κανένα χωριό του νησιού η δυνατότητα να λειτουργηθούν σύμφωνα με το λατινικό δόγμα, είναι αναγκασμένοι μένοντας στο χωριό...να βαφτίζουν τα παιδιά τους, να παντρεύονται και να θάβουν τους νεκρούς τους, σύμφωνα με το ορθόδοξο δόγμα και τα ελληνικά έθιμα. Και αυτοί είναι οι Βενιέρηδες, οι Μπαρμπαρίγοι, οι Μοροζίνηδες, οι Μπόνοι, οι Φοσκαρίνηδες, οικογένειες σε όλα ελληνικές...». Το 1584, ο Giulio Garzoni διαπιστώνει ότι οι Βενετοί της Κρήτης μπορούσαν να ονομάζονται Έλληνες. Στο συμβούλιο του 1610 παρουσιάστηκαν 30 Ενετοί και 70 Κρητικοί. Οι Ενετοί σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις και τις γραπτές μαρτυρίες θεωρούσαν πατρίδα τους την Κρήτη, γλώσσα τους την ελληνική και έθιμα καθαρά κρητικά.

Απ'την άλλη στη Βενετία είχε συγκεντρωθεί μετά την άλωση της πόλης, πλήθος Ελλήνων, όπου μεταβίβασαν τις γνώσεις τους, τις επιχειρήσεις τους και τους πόθους τους. Αισθανόταν ασφαλής κάτω από την προστατευτική εξουσία της Βενετίας, χριστιανικού κράτους, ικανού να αναλάβει τον αγώνα κατά των Τούρκων. Η ιδεολογική αυτή ροπή παρατηρήθηκε σε ευρύ κύκλο Ελλήνων και Ιταλών ανθρωπιστών. Το 1461 ο Φραγκίσκος Φίλελφος ονόμαζε τη Βενετία, πόλη των πόλεων («urbs urbium»), ονομασία με την οποία ήταν γνωστή η Κωνσταντινούπολη. Το 1468 ο Βησσαρίων δήλωνε ότι θεωρούσε πατρίδα του τη Βενετία, δεδομένου ότι ήταν «ένα άλλο Βυζάντιο». Η Βενετία, μετά την πτώση του Βυζαντίου είχε εξελιχθεί σε κέντρο ελληνικών γραμμάτων. Βασικό κύτταρο αυτού του κέντρου εξελίχτηκαν Κρητικοί.
Χρύσα Α. Μαλτέζου
Κρήτη :Ιστορία και Πολιτισμός,
Συνδέσμου Τοπικών Ενώσεων Δήμων και Κοινοτήτων Κρήτης(1988), 

Viewing all articles
Browse latest Browse all 51376

Trending Articles



<script src="https://jsc.adskeeper.com/r/s/rssing.com.1596347.js" async> </script>