Οι Εβραίοι, με βάση το σεληνιακό ημερολόγιο που χρησιμοποιούσαν και το οποίο βασιζόταν στον κύκλο της Σελήνης, τον λεγόμενο «συνοδικό μήνα», γιόρταζαν το Πάσχα -από την εβραϊκή λέξη «πεσάχ» που σημαίνει «διέλευση» (της Ερυθράς Θάλασσας)- την 14η του μήνα Νισάν, η οποία ήταν η μέρα της πρώτης εαρινής πανσελήνου, που γίνεται κατά την εαρινή ισημερία ή αμέσως μετά από αυτήν.
Η εαρινή ισημερία συνδέθηκε με τον εορτασμό του Χριστιανικού «καινού» (νέου) Πάσχα, από τα πρώτα κιόλας χρόνια μετά την Ανάσταση του Χριστού, σε ανάμνηση της «διάβασής Του από τον θάνατο στη ζωή». Αυτό συνέβη, επειδή ο Χριστός αναστήθηκε την πρώτη μέρα μετά το Εβραϊκό Πάσχα, που έπεφτε εκείνο το χρόνο ημέρα Σάββατο (το οποίο άρχιζε τότε -όπως και οι υπόλοιπες μέρες- στις 6 το απόγευμα της Παρασκευής).
Κατά τους πρώτους τρεις αιώνες της Χριστιανοσύνης, οι διάφορες τοπικές εκκλησίες γιόρταζαν το Πάσχα σε διαφορετικές ημερομηνίες. Οι ιουδαΐζουσες εκκλησίες (κυρίως της Μικράς Ασίας) το γιόρταζαν κατά την ημέρα του θανάτου του Χριστού την 15η του εβραϊκού μήνα Νισάν (σε όποια ημέρα της εβδομάδας έπεφτε), ενώ άλλες εκκλησίες (κυρίως οι εθνικές) κατά την πρώτη Κυριακή -ως αναστάσιμη μέρα- μετά τη πρώτη εαρινή πανσέληνο.
Εξαιτίας των διαφορών και διαφωνιών αυτών, η Α'Οικουμενική Σύνοδος στη Νίκαια, που συνεκλήθη από τον Μέγα Κωνσταντίνο το 325 μ.Χ., αποφάσισε ότι το Πάσχα θα πρέπει να εορτάζεται την πρώτη Κυριακή, μετά την πρώτη πανσέληνο της άνοιξης και αν η πανσέληνος συμβεί Κυριακή, τότε να εορτάζεται την αμέσως επόμενη Κυριακή.
Κατ'αυτό τον τρόπο, το χριστιανικό Πάσχα δεν θα συνέπιπτε ποτέ με το εβραϊκό, ενώ ο εορτασμός του χριστιανικού Πάσχα συνδέθηκε επίσημα με ένα αστρονομικό φαινόμενο, την εαρινή ισημερία και την πρώτη πανσέληνο της άνοιξης (τη λεγόμενη και «Πασχαλινή πανσέληνο.
Η Α'Οικουμενική Σύνοδος ανέθεσε στον εκάστοτε Πατριάρχη Αλεξανδρείας να γνωστοποιεί κάθε χρόνο στις άλλες εκκλησίες την ημέρα του Πάσχα, αφού προηγουμένως είχε υπολογιστεί -με τη βοήθεια των έγκριτων αστρονόμων της Αλεξάνδρειας- η ημερομηνία της πρώτης εαρινής πανσελήνου. Συνεπώς, για να υπολογιστεί η ημερομηνία του Πάσχα ενός έτους, αρκούσε να είναι γνωστή η ημερομηνία της πρώτης εαρινής πανσελήνου και, στη συνέχεια, να βρεθεί η πρώτη Κυριακή μετά από αυτή την πανσέληνο.
Το ημερολόγιο που ίσχυε την εποχή της Α'Οικουμενικής Συνόδου, ήταν το Ιουλιανό που είχε θεσπίσει ο Ιούλιος Καίσαρας το 45 π.Χ., με τη βοήθεια του Έλληνα αλεξανδρινού αστρονόμου Σωσιγένη.
Ο τελευταίος, με βάση τους υπολογισμούς του «πατέρα» της αστρονομίας 'Ιππαρχου (που πριν έναν αιώνα με θαυμαστή ακρίβεια είχε υπολογίσει ότι το ηλιακό έτος έχει διάρκεια 365,242 ημερών), θέσπισε ένα ημερολόγιο, του οποίου τα έτη είχαν 365 ημέρες, ενώ σε κάθε τέταρτο έτος (το δίσεκτο) πρόσθετε μία ακόμη μέρα.
Όμως, σύμφωνα με τον Διονύση Σιμόπουλο, διευθυντή του Πλανηταρίου του Ιδρύματος Ευγενίδου, το Ιουλιανό Ημερολόγιο είχε κάποιες ατέλειες, επειδή υπήρχε ακόμη μια μικρή απόκλιση, με δεδομένο ότι η διάρκεια του ηλιακού έτους στην πραγματικότητα είναι 365,242199 ημέρες. Έτσι, το καθορισμένο από τον Σωσιγένη έτος είναι μεγαλύτερο του πραγματικού κατά 11 λεπτά και 13 δευτερόλεπτα.
Κάθε τέσσερα χρόνια, το μικρό αυτό λάθος γίνεται περίπου 45 λεπτά και κάθε 129 χρόνια φτάνει την μία μέρα, με συνέπεια να απομακρύνεται συνεχώς προς τα εμπρός η εαρινή ισημερία.
Έτσι, 400 χρόνια μετά την εφαρμογή του Ιουλιανού Ημερολογίου, το λάθος είχε φτάσει τις τρεις μέρες, με αποτέλεσμα το 325 μ.Χ. (όταν έγινε η Α'Οικουμενική Σύνοδος) η εαρινή ισημερία να συμβεί στις 21 Μαρτίου. Το λάθος συσσωρευόταν διαχρονικά, με συνέπεια η εαρινή ισημερία να μετατοπίζεται όλο και πιο νωρίς. Ενώ την εποχή του Χριστού συνέβηκε στις 23 Μαρτίου, το 1582 μ.Χ. είχε φτάσει να συμβαίνει στις 11 Μαρτίου.
Το 1572, όταν εξελέγη πάπας ο Γρηγόριος ΙΓ', ανέθεσε στους αστρονόμους Χριστόφορο Κλάβιους και Λουίτζι Λίλιο να προωθήσουν μία ημερολογιακή μεταρρύθμιση, που δημοσιεύτηκε το 1582. Η 5η Οκτωβρίου 1582 ονομάστηκε 15η Οκτωβρίου, για να διορθωθεί το λάθος των δέκα ημερών, που είχαν συσσωρευτεί κατά τους προηγούμενους 11 αιώνες, έτσι ώστε η εαρινή ισημερία να επιστρέψει στην 21η Μαρτίου, όπως ήταν κατά την Α'Οικουμενική Σύνοδο.
Το Νέο ή Γρηγοριανό Ημερολόγιο έγινε αποδεκτό από τα καθολικά κράτη της Ευρώπης μέσα στα επόμενα πέντε χρόνια, ενώ τα προτεσταντικά κράτη καθυστέρησαν πολύ περισσότερο. Στην Ανατολή η αντίδραση της Ορθόδοξης Εκκλησίας στο Γρηγοριανό Ημερολόγιο ήταν ακόμη πιο έντονη και έτσι το Ιουλιανό Ημερολόγιο παρέμεινε σε ισχύ σε όλα τα Ορθόδοξα κράτη έως τον 20ό αιώνα.
Σύμφωνα με τον κ.Σιμόπουλο, η διαφορά του εορτασμού του Πάσχα ανάμεσα στις δυτικές και στις ανατολικές εκκλησίες δεν βασίζεται μόνο στο λάθος του Ιουλιανού Ημερολογίου, αλλά και στον -επίσης ελλιπή- «Μετωνικό Κύκλο» (του 5ου αιώνα π.Χ.), που χρησιμοποιούσαν ακόμη οι χριστιανοί Αλεξανδρινοί αστρονόμοι και με βάση τον οποίο η Ορθόδοξη Εκκλησία εξακολουθεί να υπολογίζει τις ημερομηνίες των μελλοντικών εαρινών πανσελήνων.
Σύμφωνα με τον Σεληνιακό κύκλο του Αθηναίου αστρονόμου Μέτωνος (432 π.Χ.), 19 τροπικά-ηλιακά έτη (το χρονικό διάστημα μεταξύ δύο διαδοχικών εαρινών ισημεριών) είναι περίπου ίσα με 235 σεληνιακούς συνοδικούς μήνες, δηλαδή υποτίθεται ότι μετά την παρέλευση 19 ετών οι ημερομηνίες των πανσελήνων επαναλαμβάνονται, κάτι όμως που δεν είναι τελείως ακριβές.
Η περίοδος των 235 σεληνιακών μηνών δεν είναι ακριβώς ίση με 19 έτη, αλλά μεγαλύτερη κατά 0,086399 ημέρες ή 2 ώρες, 4 λεπτά και 24,8736 δευτερόλεπτα σε κάθε 19ετή κύκλο. Με την πάροδο των ετών, τα λάθη αυτά έχουν συσσωρευτεί και έτσι, στις 13 ημέρες της λανθασμένης Ιουλιανής εαρινής ισημερίας, προστίθεται πλέον και το λάθος του 19ετούς Μετωνικού κύκλου, το οποίο ανέρχεται, από το 325 μ.Χ. έως σήμερα, σε τέσσερις έως πέντε περίπου ημέρες, προσδιορίζοντας έτσι την Μετώνεια (ή Ιουλιανή) πανσέληνο τέσσερις έως πέντες μέρες αργότερα από την πραγματική.
Η Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία εξακολουθεί να χρησιμοποιεί το παλαιό Ιουλιανό Ημερολόγιο και τον κύκλο του Μέτωνος για τον προσδιορισμό της ημερομηνίας του Πάσχα. Έτσι, πολλές φορές, το ορθόδοξο Πάσχα εορτάζεται όχι την πρώτη Κυριακή μετά την πανσέληνο αλλά την επόμενη (όπως συνέβη το 2012) ή ακόμη εορτάζεται μετά τη δεύτερη εαρινή πανσέληνο (όπως συνέβη το 2002 και το 2013), αντί της πρώτης Κυριακής μετά την πρώτη εαρινή πανσέληνο, όπως είχε ορίσει η Σύνοδος της Νίκαιας.